κουτί,
το, ουσ.
[<μσν. κουτί <κυτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κύτος], το κουτί. 1.
το χρηματοκιβώτιο και, κατ’ επέκταση, το ταμείο επιχείρησης: «για δες τι λεφτά
υπάρχουν μέσα στο κουτί». Συνών. κάσα. (3). 2. (στη γλώσσα του
χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη διάρκεια του
παιχνιδιού: «Συνών. αράπης (3β) / κάσα (4) / μάνα (3) / μπάνκα (2). Υποκορ.
κουτάκι, το (βλ. λ.)·
- ανοίγω
το κουτί της Πανδώρας, αρχίζω μια διαδικασία, που αποδεικνύεται πηγή
διαδοχικών κακών: «αν υπογραφεί αυτή η συμφωνία, τότε θ’ ανοίξει το κουτί της
Πανδώρας με απρόβλεπτες συνέπειες». Αναφορά στην ελληνική μυθολογία σύμφωνα με
την οποία, η Πανδώρα, ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα που την είχε πλάσει ο Ήφαιστος
και στο γάμο της οι θεοί της έδωσαν ένα πιθάρι το οποίο περιείχε όλα τα δεινά
του κόσμου, η οποία το άνοιξε παρά τη ρητή διαταγή του Δία, με αποτέλεσμα να
ξεχυθούν τα δεινά στον κόσμο·
- μαύρο
κουτί, ηλεκτρονικό όργανο στα αεροπλάνα, στο οποίο καταγράφονται οι
λειτουργίες πτήσεως του αεροπλάνου και οι συνομιλίες του πιλότου με τον πύργο
ελέγχου: «μετά από κάθε αεροπορική τραγωδία, οι ειδικοί αναζητούν το μαύρο
κουτί, για να εξακριβώσουν τα ακριβή αίτια της πτώσης του». Το συγκεκριμένο
κουτί έχει πορτοκαλί χρώμα. Ο χαρακτηρισμός μαύρο, γιατί, όταν φτάσουν οι
ειδικοί στο σημείο να το αναζητήσουν, έχει ήδη προκληθεί αεροπορική τραγωδία·
- μου
’ρθε κουτί, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με
εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «το μάλωμα των δυο συνεταίρων μου ’ρθε κουτί,
γιατί εξασθένισε προς όφελός μου η επιχείρησή τους». Συνών. μου ’ρθε αλφάδι
/ μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καλούπι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι /
μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου ’ρχεται κουτί·
- μου
’ρχεται κουτί, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα
μου, έρχεται ακριβώς στα μέτρα μου: «αυτό το σακάκι μου ’ρχεται κουτί || αυτά
τα παπούτσια μου ’ρχονται κουτί». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται
γάντι / μου ’ρχεται καλούπι / μου ’ρχεται κουστούμι· βλ. και φρ. μου
’ρθε κουτί·
-
ντύνομαι του κουτιού, ντύνομαι
με ολοκαίνουρια ρούχα, ντύνομαι άψογα: «ήταν να πάει σε κάποια δεξίωση, γι’
αυτό ντύθηκε του κουτιού»·
- του
κουτιού, ντυμένος άψογα: «το βράδυ στο πάρτι μας ήρθε του κουτιού»· (για
πράγματα ή αντικείμενα) το αμεταχείριστο, το ολοκαίνουριο: «αγόρασα ένα
αυτοκίνητο του κουτιού».