κουταλιά,
η, ουσ.
[<κουτάλι + κατάλ. -ιά], η κουταλιά· το ελαφρύ ερωτικό χάιδεμα, που γίνεται
δήθεν κατά τύχη ή άθελα: «μπλέχτηκα μέσα στο πλήθος και τρελάθηκα στις κουταλιές».
Υποκορ. κουταλίτσα, η·
- παίρνω
κουταλιά ή παίρνω κουταλιές ή παίρνω την κουταλιά μου ή παίρνω
τις κουταλιές μου, χαϊδεύω ερωτικά κάποιο άτομο, ιδίως γυναίκα με τέτοιο
τρόπο, ώστε να φανεί τυχαία ή άθελη ενέργεια: «καθώς σπρώχνονταν ο κόσμος, εγώ
τρελάθηκα να παίρνω τις κουταλιές μου από την κυρία που στεκόταν μπροστά μου»·
- πνίγεται
σε μια κουταλιά νερό, βλ. λ. νερό·
- χάνεται
σε μια κουταλιά νερό, βλ. λ. νερό.