κουταλάκι,
το, ουσ. [υποκορ.
του ουσ. κουτάλι], το μικρό κουτάλι, που χρησιμοποιεί κανείς για να τρώει ιδίως
γλυκό ή για άλλες μικροχρήσεις, όπως να παίρνει κάποιο φάρμακο σε ρευστή μορφή.
(Λαϊκό τραγούδι: τι το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι)·
- ήρθε
στο κουταλάκι του παπά, κινδύνευσε θανάσιμα: «έκανε τέτοιο πέσιμο, που ήρθε
στο κουταλάκι του παπά». Από την εικόνα του ετοιμοθάνατου που παίρνει τη Θεία
Κοινωνία από το κουταλάκι του παπά·
- τον
μάζευαν με το κουταλάκι ή τον μάζεψαν με το κουταλάκι, είχε πολλαπλά
κατάγματα, έγινε λιώμα από δυστύχημα, ιδίως τροχαίο, ή από πτώση από μεγάλο
ύψος: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που τους μάζευαν όλους με το κουταλάκι ||
έπεσε απ’ τον έβδομο όροφο και τον μάζεψαν με το κουταλάκι».