κουστούμι,
το, κ.
κοστούμι, το, ουσ. [<ιταλ. costume], το κουστούμι·
- κόβω
κουστούμι, ράβω κουστούμι σε ράφτη κατά παραγγελία: «κόβει καινούριο
κουστούμι για το γάμο του»·
- μου
’ρθε κουστούμι, (για
υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με
συμφέρει απόλυτα: «το κλείσιμο της τάδε επιχείρησης μου ’ρθε κουστούμι, γιατί
θα είμαι ο μοναδικός που θα εισάγω το συγκεκριμένο προϊόν». Συνών. μου ’ρθε
αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου
’ρχεται κουστούμι·
- μου
’ρχεται κουστούμι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα
μου, έρχεται ακριβώς στα μέτρα μου: «είναι έτσι το κορμί μου, που, ό,τι και να
φορέσω μου ’ρχεται κουστούμι». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται γάντι
/ μου ’ρχεται καλούπι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου ’ρθε
κουστούμι·
- πόσο
(σου) βγήκε το κουστούμι; πόσο σου κόστισε, πόσα πλήρωσες για την αγορά που
έκανες(;): «άλλαξα όλα τα έπιπλα του σαλονιού μου. -Πόσο σου βγήκε το
κουστούμι;»·
- πόσο
(σου) πήγε το κουστούμι; βλ. φρ. πόσο (σου) βγήκε το κουστούμι(;)·
- ράβει
κουστούμι, προετοιμάζεται για κάποια υψηλή πολιτική θέση: «τον τελευταίο
καιρό πηγαινοέρχεται στο γραφείο του πρωθυπουργού, κι όλοι είναι σίγουροι πως
σε λίγο θ’ αρχίσει να ράβει κουστούμι»·
- του
κόβω κουστούμι, δίνω σε κάποιον να πληρώσει φουσκωμένο λογαριασμό, τον
χρεώνω παραπάνω από το κανονικό: «όλο το βράδυ γλεντούσε στα μπουζούκια, αλλά
του ’κοψαν ένα κουστούμι, που τραβούσε τα μαλλιά του». Από το ότι το ράψιμο
ενός κουστουμιού κατά παραγγελία σε ράφτη είναι πολύ πιο ακριβό από ένα έτοιμο.