κουρούνα,
η, ουσ.
[<μσν. κουρούνα <αρχ. κορώνη], η κουρούνα· γυναίκα άσχημη: «παντρεύτηκε
μια κουρούνα, που ντρέπεται να τη δείξει στους φίλους του»·
- η
κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, λέγεται για κείνους που πάνω στη
συνεχή τους προσπάθεια να μιμούνται τη συμπεριφορά και τις πράξεις αυτών που
είναι ανώτεροί τους, στο τέλος ξεχνούν και αυτά που ξέρουν: «όποιον έβλεπε που
ήταν κάπως σπουδαίος, προσπαθούσε να του μοιάσει και στο τέλος έγινε
αγνώριστος, γιατί η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το
δικό της»·
- να
’χαν οι κουρούνες γνώση, να σου δίνανε καμπόση, ειρωνική έκφραση που λέμε στους
ανόητους ή και στους παράτολμους, θέλοντας να τονίσουμε την ανοησία τους, την
αποκοτιά τους: «όλο βλακείες λες βρε, άνθρωπέ μου, χα, να ’χαν οι κουρούνες
γνώση, να σου δίνανε καμπόση»