κουρντίζομαι
κ. κουρδίζομαι,
ρ. [<κουρντίζω]. 1. φορώ τα επίσημα, τα καλά μου ρούχα,
στολίζομαι: «κουρντίστηκε το καλό του κουστούμι και βγήκε για μεγάλη ζωή!». 2.
επηρεάζομαι από τα πειράγματα κάποιου ή κάποιων και νευριάζω: «μην τον
πειράζεις, γιατί κουρντίζεται με το παραμικρό». 3. ετοιμάζομαι,
ξεσηκώνομαι, επιδιώκω να πραγματοποιήσω κάτι: «απ’ τη στιγμή που κουρντίστηκε
να πάει ταξίδι, θα πάει ο κόσμος να χαλάσει || αν δεν έχεις εισιτήριο, μην
κουρντίζεσαι να μπεις μέσα || μην κουρντίζεσαι να τα φτιάξουμε, γιατί αγαπώ
άλλον». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα και μη μου κουρντίζεσαι σε μένα
για γαμπρός, πάλι στο ’πα τέτοιο μπαρμπούνι βρε μαγκίτη μου δεν τρως). 4.
(γενικά) μπαίνω σε έναν έντονο ρυθμό ομιλίας, εργασίας, αποδοτικότητας: «τώρα
που κουρντίστηκε, θα μας πάρει τ’ αφτιά μέχρι το βράδυ || ήταν να μην
κουρντιστεί, γιατί τώρα θα σηκώσει το κεφάλι μόνο όταν τελειώσει τη δουλειά»·
- για
πού κουρντίστηκες; για
πού ετοιμάστηκες, που ετοιμάζεσαι να πας(;): «για πού κουρντίστηκες
βραδιάτικα;». Από το ότι, όταν κάποιος βάλει τα επίσημα ρούχα του, οπωσδήποτε
κάπου ετοιμάζεται, κάπου έχει σκοπό να πάει·
-
κουρντίζομαι στην πένα, βλ. λ. πένα·
-
κουρντίζομαι στο καντίνι, βλ. λ. καντίνι.