κουρμπάνι,
το, ουσ.
[<τουρκ. kurban (= το ζώο που σφάζουν στα πανηγύρια)], (στη γλώσσα της αργκό)
το θύμα: «μια ζωή κουρμπάνι αυτός ο άνθρωπος»·
- γίνομαι
κουρμπάνι, θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα: «όλοι οι κόποι και οι προσπάθειές μου
για σένα έγιναν κουρμπάνι, γιατί δεν έγινες άνθρωπος». Από την εικόνα της
θυσίας του ζώου·
- έχουν
κουρμπάνια, έχουν χαρές και πανηγύρια: «σήμερα απολύθηκε ο γιος του απ’ το
στρατό κι έχουν κουρμπάνια στο σπίτι τους». Από τη χαρούμενη κατάσταση των
ατόμων που συμμετέχουν στη θυσία του ζώου που γίνεται κατά τη διάρκεια ενός
πανηγυριού·
- πάει
κουρμπάνι, πάει χαμένος, αδικοχαμένος: «τέτοιο καλό παλικάρι και πάει
κουρμπάνι με τη μανία που είχε με τις μοτοσικλέτες! || τόση δουλειά και τόση
κούραση πάει κουρμπάνι»·
- τον
κάνω κουρμπάνι, τον θυσιάζω, τον χαλαλίζω: «δεν τον κάνω κουρμπάνι τέτοιον
άντρακλα γι’ αυτή την παλιογυναίκα».