κούρεμα,
το, ουσ.
[<μσν. κούρεμα <κουρεύω], το κούρεμα·
-
κατά το κεφάλι και το κούρεμα, δίνουμε,
προσφέρουμε, συμπεριφερόμαστε σε κάποιον όπως του ταιριάζει, όπως του αρμόζει:
«αν είναι αλήτης, θα του συμπεριφερθώ ανάλογα, γιατί κατά το κεφάλι και το
κούρεμα». Συνών. κατά το γάιδαρο και το σαμάρι· βλ. και φρ. κατά το
μεζέ και το πιρούνι.