κουρελόχαρτο,
το, ουσ. [<κουρέλι
+ χαρτί]. 1. κόλλα χαρτιού γραμμένη ή λευκή που είναι βρόμικη και πολύ
τσαλακωμένη: «του ’πα να μου φέρει μια κόλλα να γράψω κι αυτός μου ’φερε ένα
κουρελόχαρτο || ποιανού είναι αυτό το κουρελόχαρτο, που δεν μπορώ να διαβάσω
ούτε μια αράδα;». 2α. (περιφρονητικά ή υποτιμητικά) δημόσιο έγγραφο που
δε μας είναι καθόλου επιθυμητό: «μου ’ρθε πάλι το κουρελόχαρτο της εφορίας». β.
δίπλωμα ανώτερης ή ανωτάτης σχολής που δεν έχει κανένα αντίκρισμα: «πού να βρει
δουλειά μ’ αυτό το κουρελόχαρτο που πήρε!». γ. χαρτονόμισμα χωρίς
αντίκρισμα, χωρίς αξία: «με την υποτίμηση της δραχμής, όλα τα λεφτά μας έγιναν
κουρελόχαρτα»·
- τον
έκανα κουρελόχαρτο, τον καταξεφτίλισα: «τον έπιασα έξω απ’ το μπαράκι κι
εκεί μπροστά στον κόσμο τον έκανα κουρελόχαρτο».