κουρελού,
η, ουσ.
[<κουρέλι + κατάλ. -ού]. 1. είδος πολύχρωμου υφαντού από κουρέλια,
που το στρώνουμε στο δάπεδο. (Λαϊκό τραγούδι: σαν θα κλείσουν οι τεκέδες
Πειραιά, Κρεμμυδαρού, τότε πια θα κουβαλάω στη σπηλιά την κουρελού).
2. πολύ παλιό και τσαλακωμένο ύφασμα ή ρούχο: «βγάλε αυτή την κουρελού
από πάνω σου και βάλε κάνα ρούχο της προκοπής». (Νησιώτικο τραγούδι: η βράκα
μας η κουρελού η χιλιομπαλωμένη, όλο την εμπαλώναμε κι όλο ήταν
ξεσκισμένη). 3. (περιφρονητικά) γυναίκα τιποτένια, ελεεινή: «στο ’πα
χίλιες φορές να μην κάνεις παρέα μ’ αυτή την κουρελού». 4. ειρωνικός ή
χαϊδευτικός χαρακτηρισμός παλιάς μοτοσικλέτας ή παλιού αυτοκινήτου: «να τον
δεις τον κακομοίρη πώς καμάρωνε πάνω στην κουρελού του»·
- κουρελού
έχετε στην πόρτα σας; βλ. φρ. κουρελού έχετε στο σπίτι σας(;)·
-
κουρελού έχετε στο σπίτι σας; ειρωνική
παρατήρηση σε κάποιον που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από κάποιο χώρο, άφησε πίσω
του την πόρτα ανοιχτή. Από το ότι, όταν στο άνοιγμα κάποιας πόρτας, ιδίως σε
πολύ φτωχικά σπίτια, υπάρχει κρεμασμένη κουρελού, αυτός που μπαίνει ή βγαίνει
απλώς την παραμερίζει για να μπει ή για να βγει. Συνών. σε βάρκα γεννήθηκες;
ή σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; / σε σπηλιά γεννήθηκες; ή σε
σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; / σε τσαντίρι γεννήθηκες; ή σε τσαντίρι σε
γέννησε η μάνα σου(;)·
- στρώνω
κουρελού, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω νοικοκυριό, νοικοκυρεύομαι: «απ’ τη
μέρα που αποφάσισε να στρώσει κι αυτός κουρελού, τον χάσαμε απ’ την παρέα».