κουραμάνα,
η, ουσ. [αγν.
ετυμολ.], (παλιότερα) είδος ψωμιού που παρασκευαζόταν ειδικά για το στρατό·
- βγάζω
την κουραμάνα, βλ. φρ. βγαίνει η κουραμάνα·
- βγαίνει
η κουραμάνα, εξοικονομώ, κερδίζω τα απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «παρ’ όλη
την αναδουλειά που πλάκωσε, ευτυχώς βγαίνει η κουραμάνα». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει
το καρβέλι, λ. καρβέλι·
-
τρέχω για την κουραμάνα, αγωνίζομαι
για το καθημερινό φαγητό και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «είναι πολύ δύσκολο να
τρέχεις καθημερινά για την κουραμάνα». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το
καρβέλι, λ. καρβέλι.