κουράγιο,
το, ουσ.
[<βενετ. coragio], το θάρρος, η ψυχραιμία, η ψυχική αντοχή για την
αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων: «στη ζωή θα σου τύχουν πολλές αναποδιές, γι’
αυτό χρειάζεται κουράγιο για να τις ξεπεράσεις». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βρίσκω
κουράγιο ή βρίσκω το κουράγιο, βρίσκω την ψυχική αντοχή να
αντιμετωπίσω, να υπομένω κάτι: «παρόλη τη χρεοκοπία του βρήκε το κουράγιο να
ξαναρχίσει απ’ την αρχή την επιχείρησή του». (Λαϊκό τραγούδι: πού το βρίσκεις
το κουράγιο να παλεύεις με το αύριο)·
- δεν
έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια
μου, είμαι πολύ εξαντλημένος, πολύ κουρασμένος, ιδίως από πολύωρο
περπάτημα: «όλη τη μέρα έτρεχα να τακτοποιήσω διάφορες εκκρεμότητες και τώρα
δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου»·
- δεν
έχω κουράγιο να σύρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να σύρω τα πόδια
μου, βλ. φρ. δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου·
- δίνω
κουράγιο, ενθαρρύνω κάποιον να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις που
περνάει ή να πετύχει αυτό που επιδιώκει: «όταν μου έτυχαν διάφορες δυσκολίες
στη ζωή μου, είχα έναν καλό φίλο, που δεν έπαψε στιγμή να μου δίνει κουράγιο».
(Λαϊκό τραγούδι: μια νεράιδα στο μουράγιο, Θεέ μου, δώσε μου κουράγιο)·
- έχω
κουράγιο ή έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος, την τόλμη να
αντιμετωπίσω, να υπομένω κάτι: «δεν έχω το κουράγιο να τα βάλω μ’ αυτόν τον
αγριάνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: κουράγιο είχα στη ζωή, μα τώρα
που σε χάνω, θα ήταν προτιμότερο για μένα να πεθάνω)·
- καλό
κουράγιο! α. ευχή σε κάποιον, που αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία, να
έχει την ψυχική αντοχή να την ξεπεράσει. β. ευχή σε κάποιον να έχει
αντοχή, δύναμη για να φέρει σε πέρας κάποιο δύσκολο έργο, κάποια δύσκολη
υπόθεση που ανέλαβε·
- κάνω
κουράγιο, διατηρώ το θάρρος μου, την ψυχραιμία μου, για να αντιμετωπίσω
δύσκολες καταστάσεις, αντέχω, υπομένω. (Λαϊκό τραγούδι: κάνω κουράγιο,
μα δε θα ζήσω, ας μη γεννιόμουνα να σε γεννήσω!)·
- με
ποιο κουράγιο; βλ. φρ. με τι κουράγιο(;)·
- με
τι κουράγιο; έκφραση
με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε την πρόθεση ή πως αδυνατούμε να προβούμε
σε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια, είτε γιατί προηγουμένως δείξαμε κακή διαγωγή
είτε γιατί δεν έχουμε πια τη θέληση ή τη δύναμη: «με τι κουράγιο να του ζητήσω
να με βοηθήσει, απ’ τη στιγμή που πάντα τον κατηγορούσα; || με τι κουράγιο να
προσπαθήσω να στήσω απ’ την αρχή μια χρεοκοπημένη δουλειά;». (Λαϊκό τραγούδι: στο
πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και
στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). Συνών. με τι
όρεξη(;)·
- μου
κάνει κουράγιο (κάποιος), με βοηθάει, με ενθαρρύνει κάποιος να αντιμετωπίσω
τις δύσκολες καταστάσεις που περνάω: «στις δύσκολες μέρες της ζωής μου, κανείς
δε μου ’κανε κουράγιο». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος θα μου κάνει κουράγιο να
ζω, ποιος στη ζωή μου θα δίνει σκοπό, αν δεν έχω εσένα που τόσο αγαπώ)·
- παίρνω
κουράγιο, ενθαρρύνομαι από κάποιον ή από κάτι, για να ξεπεράσω μια δύσκολη
κατάσταση που μου προέκυψε: «στις δύσκολες στιγμές που περνούσα, έπαιρνα
κουράγιο απ’ το φίλο μου || όταν έβλεπα πως υπάρχουν και χειρότερα, έπαιρνα
κουράγιο να ξεπεράσω τις δυσκολίες μου»·
- χαρά
στο κουράγιο του! βλ. λ. χαρά.