κουντεπιέ
κ. κουτεπιέ,
το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. coup de pied], το πάνω μέρος, η ράχη του πέλματος:
«το παπούτσι με σφίγγει στο κουντεπιέ». Για περισσότερη ευκολία της γλώσσας
αναφέρεται ως το κουτουπιέ·
- βρίσκω
κουντεπιέ ή πιάνω
κουντεπιέ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτυπώ την μπάλα με το πάνω μέρος
του πέλματός μου, πράγμα που άλλοτε το χτύπημα θεωρείται πετυχημένο, γιατί η
μπάλα φεύγει από το πόδι με δύναμη και ευθύβολα, άλλοτε πάλι θεωρείται
αποτυχημένο, γιατί η μπάλα φαλτσάρει στο πάνω μέρος του πέλματος: «όπως του
’στειλε ο άλλος την μπάλα, έπιασε κουντεπιέ και την κάρφωσε στο γάμα || αν δεν
έβρισκε κουντεπιέ, θα κάρφωνε την μπάλα στα δίχτυα».