κουνουπίδι,
το, ουσ.
[<μσν. κουνουπίδι(ο)ν], το κουνουπίδι. 1. άνθρωπος ανάξιος λόγου,
ασήμαντος, τιποτένιος: «είσαι με τα καλά σου, που θα δώσεις σ’ αυτό το
κουνουπίδι να σου τελειώσει τη δουλειά σου;». 2. ειρωνική ή υποτιμητική
προσφώνηση σε άντρα: «άντε, ρε κουνουπίδι, που θέλεις να μας επιβάλλεις τη
γνώμη σου!». Από το ότι το κουνουπίδι είναι ένα απλό λαχανικό·
- γίνομαι
κουνουπίδι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «πίναμε όλο τ’ απόγευμα, μέχρι που γίναμε κουνουπίδι». Για
συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι
κουνουπίδι, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε μαζί δυο μπουκάλια ουίσκι κι όλο το βράδυ ήμουν
κουνουπίδι». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον
βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), δέχεται
να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον
άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «αυτή που βλέπεις τον βάζει λάχανο και τον
βγάζει κουνουπίδι || έπεσα απ’ τα σύννεφα όταν έμαθα πως ο τάδε τον βάζει
λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του
1950 η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει καρότο και
τον βγάζει παντζάρι·
- τον
κάνω κουνουπίδι, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην
ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν
αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα κουνουπίδι». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι,
λ. φέσι,