κουνούπι,
το, ουσ.
[<μσν. κουνούπιν <μτγν. κωνώπιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κώνωψ], το
κουνούπι. 1. άνθρωπος πολύ ενοχλητικός: «πάμε να φύγουμε, γιατί, αν μας
κολλήσει αυτό το κουνούπι, δε θα μπορούμε να το ξεκολλήσουμε από κοντά μας».
Από το ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα από το κουνούπι, καθώς και από το
ότι το τσίμπημά του προκαλεί φαγούρα. 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου,
ασήμαντος, τιποτένιος: «εσύ, κοτζάμ γιατρός, μπορείς να μου πεις γιατί κάνεις
παρέα μ’ αυτό το κουνούπι;»·
- αφήνει
να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, προβάλλει κάτι το ασήμαντο,
ενώ παραβλέπει συνειδητά κάτι πολύ σπουδαίο: «η αντιπολίτευση θέλοντας να
μειώσει τη δημιουργική πορεία της κυβέρνησης, αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και
δείχνει το κουνούπι»·
- βγάζει
από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν
περνάει κουνούπι, δεν περνάει κανείς, είναι εντελώς αδύνατη η πρόσβαση, η
διέλευση (καθ’ υπερβολή) ακόμη και για τα κουνούπια που είναι πολύ μικρά: «ο κλοιός
της αστυνομίας ήταν τόσο ασφυκτικός, που δεν περνούσε κουνούπι χωρίς έλεγχο»·
- θα
φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- και
το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, πολλές φορές και οι αδύναμοι μπορούν να
κάνουν έντονη την παρουσία τους, μπορούν να πάρουν εκδίκηση από άλλους που
είναι ισχυρότεροί τους: «μην επαναπαύεσαι με την εντύπωση πως, επειδή είναι
αδύναμος δε μπορεί να σου κάνει τίποτα για το κακό που του έκανες γιατί, δεν
πρέπει να σου διαφεύγει πως, και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη»·
- μου
μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, είναι πολύ ενοχλητικός, ενεργεί προκλητικά
σε βάρος μου: «πες του να μη μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, γιατί θα τον
σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς και μη μου μπαίνεις σαν
κουνούπι μες τη μύτη, αν θες να τα ’χουμε καλά, μη μου κολλάς, γιατί, στο
λέω, θα με χάσεις απ’ το σπίτι). Από τη δυσάρεστη θέση που βρίσκεται
κάποιος, όταν μπει ένα κουνούπι στη μύτη του·
- τον
βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι, είμαι κατά πολύ
ανώτερός του ή ισχυρότερός του και ως εκ τούτου δεν τον υπολογίζω διόλου,
απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του. Από το ότι, το κουνούπι είναι πάρα
πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη
μύγα / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον
έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι, τον κατανίκησε,
τον διέλυσε: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν το κουνούπι». Από την
εικόνα του ατόμου που συνθλίβει το κουνούπι με την παλάμη του. Συνών. τον
έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή
τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι.