κουνιέμαι,
ρ. [<κουνώ], κουνιέμαι.
1. (ιδίως για γυναίκα) κουνώ προκλητικά το σώμα μου κατά το περπάτημά
μου, ιδίως στην περιοχή των γοφών, λικνίζομαι: «όταν αρχίζει και κουνιέται,
παίρνει τα μυαλά των αντρών». (Λαϊκό τραγούδι: μες την Αθήνα τριγυρνάς,
κακούργα, και κουνιέσαι και από μένανε κρυφά με άλλον εξηγιέσαι). 2.
(ιδίως για άντρα) προσποιούμαι τον νταή, τον παλικαρά, χωρίς να έχω τα
απαραίτητα προσόντα: «εμένα μη μου κουνιέσαι, γιατί θα στις βρέξω». (Λαϊκό τραγούδι:
στη γειτονιά μας ένα κουτσαβάκι τον έχει πάρει ψηλά τον αμανέ και μου κουνιέται
ο βλάμης με μεράκι κι όλο ζητάει να του πω εγώ το ναι). 3. (γενικά)
προσποιούμαι τον έξυπνο, κάνω επίδειξη των γνώσεών μου: «βρήκε κουτό άνθρωπο
και του κουνιέται». (Λαϊκό τραγούδι: με τις γυναίκες όλου του κόσμου κι αν
τραβιέσαι, σε μένα όμως άσ’ τις φιγούρες και μην κουνιέσαι,γιατί
το ξέρω στην αγκαλιά σου πως θα πέσω. Τι να σου κάνω, δε θα μπορέσω, δε θα
μπορέσω).4. στο γ΄ εν. πρόσ. κουνιέται, (για άντρες)
είναι θηλυπρεπής, είναι πούστης: «έπεσα απ’ τα σύννεφα, μόλις έμαθα πως ο τάδε
κουνιέται!»·
- για
δες αν κουνιούνται οι βάρκες ή για πάνε να δεις αν κουνιούνται οι
βάρκες ή δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; ή πάνε να
δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν
κουνιέται πούστης, βλ. λ. πούστης·
- δεν
κουνιέται φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- καλέ,
αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; ειρωνικό πείραγμα σε ομοφυλόφιλο που τον
βλέπουμε να περνάει κουνιστός από μπροστά μας·
- κουνιέται
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- μην
κουνηθείς! (προστακτικά ή απειλητικά) μείνε ακίνητος, αλτ(!): «μην
κουνηθείς, γιατί στην άναψα!»·
- μην
κουνηθείς, μην απομακρυνθείς: «κάθισε σε κείνη τη γωνία και μην κουνηθείς
μέχρι να περάσει ο τάδε».