κούνημα,
το, ουσ.
[<κουνώ], το κούνημα· στον πλ. τα κουνήματα, (ιδίως για γυναίκα) το προκλητικό
λίκνισμα του κορμιού κατά το περπάτημα, ιδίως στην περιοχή των γοφών: «περπάτα
πιο σεμνά και άσε τα κουνήματα»·
- κάνε
μας ένα τάλιρο κουνήματα, βλ. λ. τάλιρο·
-
κάνω κουνήματα, α.
(ιδίως για
γυναίκα) περπατώ προκλητικά λικνίζοντας την περιοχή των γοφών μου: «όταν κάνει
κουνήματα αυτή η γυναίκα με τρελαίνει». (Τραγούδι: κάνε κουνήματα,
γουστάρω τρέλες, ξέχνα τα φράγκα, έρχονται ζόρικες μέρες). β. συμπεριφέρομαι
προκλητικά σε κάποιον: «εμένα μη μου κάνεις κουνήματα, γιατί θα στις βρέξω».