κουμπότρυπα,
η, ουσ.
[<κουμπί + τρύπα], η κουμπότρυπα. 1. συνήθως στον πλ. οι κουμπότρυπες,
(στη γλώσσα της αργκό) τραύματα από χτυπήματα με μαχαίρι, ιδίως τραύματα από
σφαίρες περιστρόφου: «τον βρήκαν αιμόφυρτο με το κορμί του γεμάτο κουμπότρυπες».
2. μικρά, στενά και άσχημα μάτια: «όλα μπορεί να τα σουλουπώσει με τις
πλαστικές εγχειρήσεις, αλλά τα μάτια της θα είναι πάντα σαν κουμπότρυπες»·
- τον
γέμισε κουμπότρυπες, τον τραυμάτισε με αλλεπάλληλα χτυπήματα μαχαιριού και
ιδίως με σφαίρες περιστρόφου και, κατ’ επέκταση, τον σκότωσε: «έβγαλε ξαφνικά
το περίστροφό του και τον γέμισε κουμπότρυπες»·
- του
άνοιξε κουμπότρυπες, βλ. φρ. τον γέμισε κουμπότρυπες.