κουμπαράς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. kumbara], ο κουμπαράς· το γυναικείο αιδοίο, το μουνί: «αυτή δεν
έχει ανάγκη κανέναν. Ας είναι καλά ο κουμπαράς της!». Από την εικόνα του
κουμπαρά που η σχισμή του παρομοιάζεται με το αιδοίο·
- άλλο
κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς, λ. κολομπαράς·
- είναι
τρύπιος κουμπαράς, α. είναι πολύ σπάταλος: «είναι τόσο τρύπιος
κουμπαράς ο αθεόφοβος, που μέσα σε λίγο καιρό έκανε σκόνη ολόκληρη περιουσία». Συνών.
είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι /
είναι τρύπιο χέρι / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο
χέρι. β. λέγεται και για κάτι που απαιτεί συνεχείς δαπάνες: «το
κότερο είναι τρύπιος κουμπαράς || έχει ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο, αλλά είναι
τρύπιος κουμπαράς».