κουμπάρα,
η, ουσ. [θηλ.
του ουσ. κουμπάρος], η κουμπάρα· στον πλ. οι κουμπάρες, παιδικό παιχνίδι
που παιζότανε ιδίως από δυο κορίτσια. Υποκορ. κουμπαρίτσα, η και κουμπαρούλα,
η (βλ. λ.)·
- δεν
παίζουμε τις κουμπάρες, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε,
δεν είμαστε παιδιά: «δε μας πήρε στα σοβαρά, αλλά δεν ήξερε ότι δεν παίζουμε
τις κουμπάρες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως
της φρ. προτάσσεται το εδώ. Συνών. δεν ισιώνουμε καρούμπαλα / δεν
κολλάμε μπρίκια / δεν κουρεύουμε αβγά / δεν ξύνουμε κοιλιές / δεν παίζουμε
πεντόβολα / δεν παίζουμε σπιτάκια / δεν παίζουμε (τα) κότσια / δεν παίζουμε την
τυφλόμυγα / δεν παίζουμε (τις) αμάδες / δεν παίζουμε τις καβάλες / δεν παίζουμε
τις κούκλες / δεν παίζουμε τις πούτσες / δεν παίζουμε τις ψωλές / δεν παίζουμε
το α μπε μπαμπλόν / δεν παίζουμε το γγέω Βαγγέω / δεν παίζουμε το ένι μένι
ντουντουμένι / δεν παίζουμε το κουπεπέ / δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα / δεν
πατλαντίζουμε γκαζόζες / δεν πεταλώνουμε τζιτζίκια·
- εμείς
τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την
τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε
καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «ποιος σου είπε πως δεν
ξέρω να επιδιορθώσω το αυτοκίνητό σου. Εμείς τι κάνουμε τις κουμπάρες
παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της
φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί
το εδώ ή το δηλαδή. Συνών. εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε;
/ εμείς τι κάνουμε γκαζόζες πατλαντίζουμε; / εμείς τι κάνουμε,
καρούμπαλα ισιώνουμε; / εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; / εμείς τι κάνουμε
μπρίκια κολλάμε; / εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; / εμείς τι
κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, (τα) κότσια παίζουμε; / εμείς
τι κάνουμε, τζιτζίκια πεταλώνουμε; / εμείς τι κάνουμε, περμανάντ σε
σκαντζόχοιρους; / εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε,
(τις) αμάδες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; / εμείς τι
κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; /
εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το α μπε μπαμπλόν
παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το γγέω Βαγγέω παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το
ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; /
εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε(;)·
- παίζω
τις κουμπάρες, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω:
«εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και παίζει τις κουμπάρες». Από
την εικόνα των μικρών κοριτσιών που παίζουν το ομώνυμο παιχνίδι. Συνών. παίζω
πεντόβολα / παίζω σπιτάκια, / παίζω (τα) κότσια / παίζω την τυφλόμυγα / παίζω
(τις) αμάδες / παίζω τις κούκλες / παίζω τις πούτσες / παίζω τις ψωλές / παίζω
το α μπε μπαμπλόν / παίζω το ένι μένι ντουντουμένι / παίζω το κουπεπέ / παίζω
το τσινκοκολέτα·
- τι
νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση
που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας
θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «για να σου πω την αλήθεια, δεν πίστευα
πως θα μπορούσες να μονοιάσεις τα δυο αδέρφια. -Τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε;».
Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο
για τον εαυτό του. Συνών. τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε; / τι νόμισες,
γκαζόζες πατλαντίζουμε; / τι νόμισες, καρούμπαλα ισιώνουμε; / τι νόμισες,
κοιλιές ξύνουμε; / τι νόμισες, μπρίκια κολλάμε; / τι νόμισες, πεντόβολα
παίζουμε; / τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; / τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε;
/ τι νόμισες, τζιτζίκια πεταλώνουμε; / τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; / τι
νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; / τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; / τι
νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; / τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; / τι
νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; / τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; / τι
νόμισες, το γγέω Βαγγέω παίζουμε; / τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι
παίζουμε; / τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; / τι νόμισες, το τσινκοκολέτα
παίζουμε(;)·
- τις
κουμπάρες παίζατε; έκφραση αμφισβήτησης, που απευθύνεται σε κάποιον που
δηλώνει ότι δεν ανέπτυξε ερωτική δραστηριότητα με μια γυναίκα, παρόλο που ήταν
μόνοι τους πολλή ώρα, ιδίως σε κλειστό χώρο: «μη μου λες πως δεν κάνατε τίποτα,
όταν σας έκανα τσακωτούς! Τι διάολο, τις κουμπάρες παίζατε όλο τ’ απόγευμα μέσ’
στο δωμάτιο;».