κούμαρο,
το, ουσ.
[<μσν. κούμαρον <αρχ. κόμαρος], το κούμαρο·
- δεν
τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα, βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πάει
για κούμαρα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση
κάποιου πού είναι ή πού πήγε ο τάδε. β. απάντηση που
δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν
δε θέλουμε να του πούμε πού πραγματικά είναι ή πήγε. Για συνών. βλ. φρ. τον
πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- τρώει
κούμαρα, βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.