κουμάντο,
το, ουσ.
[<ιταλ. comando], η διοίκηση, η διεύθυνση, η διαχείριση, ο έλεγχος: «χωρίς
σωστό κουμάντο δεν πάει μπροστά καμιά επιχείρηση»·
- έχω
κουμάντο, διαχειρίζομαι σωστά τα οικονομικά μου, είμαι οικονόμος: «αν δεν
έχεις κουμάντο, θα ρίξεις έξω τη δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το καλό ή το κακό ανάλογα·
- έχω
το κουμάντο, διευθύνω, διοικώ, ρυθμίζω, κατευθύνω: «ποιος έχει το κουμάντο
σ’ αυτή τη δουλειά;»·
- κάνω
κουμάντο, α. ρυθμίζω και ελέγχω την ομαλή λειτουργία μιας
επιχείρησης ή μιας οργάνωσης, διοικώ, διαχειρίζομαι: «ποιος κάνει κουμάντο σ’
αυτό το εργοστάσιο;». β. ρυθμίζω, ελέγχω τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου:
«κουμάντο θα μου κάνεις, που θα μου υποδείξεις τι θα πω και τι θα κάνω; || δε θα
σου επιτρέψω να μου κάνεις κουμάντο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε τα ρέστα μου, κάν’
εσύ κουμάντο κι ό,τι κι αν πέρασε απ’ το νου σου κάν’ το). γ.
κάνω οικονομία: «αν δεν κάνεις κουμάντο σήμερα, δεν τη βγάζεις καθαρή»· βλ. και
φρ. τον κάνω κουμάντο·
- κάνω
το κουμάντο μου, α. τακτοποιώ τις εκκρεμότητές μου, διευθετώ τις
υποχρεώσεις μου, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου: «τώρα που μου ’πεσαν αυτά τα
λεφτά, πρέπει να κάνω το κουμάντο μου». β. προετοιμάζομαι κατάλληλα,
ιδίως για την προμήθεια τροφίμων: «ευτυχώς, έκανα το κουμάντο μου και δε θα
’χουμε πρόβλημα όσον καιρό θα ’μαστε αποκλεισμένοι απ’ τα χιόνια»·
- τον
κάνω κουμάντο, α. του επιβάλλομαι: «είναι πολύ ατίθασο παιδί και
μόνο ο πατέρας του μπορεί να τον κάνει κουμάντο». β. τον νικώ: «είναι
δυνατό παιδί, αλλά εσύ σίγουρα μπορείς να τον κάνεις κουμάντο».