κουλούρα,
η, ουσ. [<μσν.
κουλούρα <αρχ. κολλύρα], η κουλούρα. 1. το στεφάνι του γάμου και,
κατ’ επέκταση, ο γάμος, η παντρειά: «κανένα παιδί απ’ την παρέα μας δε γλίτωσε
απ’ την κουλούρα». 2. ο σχολικός βαθμός μηδέν: «η κουλούρα είναι ο
χειρότερος βαθμός που μπορεί να πάρει κάποιος μαθητής». 3. είδος ψωμιού
σε σχήμα στρογγυλό και με άνοιγμα στη μέση: «ο τάδε φούρνος κάνει πάρα πολύ
καλή κουλούρα». 4. το σωσίβιο από σαμπρέλα που φοριέται κατά την
κολύμβηση από μικρά παιδιά και από αρχάριους κολυμβητές: «επειδή δεν ξέρει
ακόμα μπάνιο, δεν μπαίνει στη θάλασσα χωρίς κουλούρα. 5. ό,τι τυλίγεται
ή μπορεί να τυλιχτεί σε σχήμα κουλούρας: «στην πλώρη του καραβιού υπήρχε μια
μεγάλη κουλούρα σκοινιού || αγόρασε δέκα κουλούρες σύρμα για να περιφράξει το
οικόπεδό του»·
- βάζω
κουλούρα (κουλουράκι), (για εκπαιδευτικούς) βαθμολογώ επίδοση μαθητή με
μηδέν: «πολύ στενοχωριέμαι, όταν φτάνω στο σημείο να βάζω κουλούρα σε μαθητή
μου»· βλ. και φρ. βάζω την κουλούρα·
- βάζω
την κουλούρα, νυμφεύομαι, παντρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έβαλε την κουλούρα,
τον χάσαμε απ’ την παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα κι
ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω την κουλούρα και θα πεις κι
ένα τραγούδι)· βλ. και φρ. βάζω κουλούρα·
- παίρνω
κουλούρα (κουλουράκι), (για μαθητές) βαθμολογούμαι σε κάποια επίδοσή μου με
μηδέν: «δεν έγραψα τίποτα στο διαγώνισμα των μαθηματικών και δίκαια πήρα
κουλούρα απ’ τον καθηγητή μου»·
- περνώ
την κουλούρα, βλ. συνηθέστ. βάζω την κουλούρα.