κουλαρισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. κουλάρω], (στη νεοαργκό) που βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία: «μόνο με
κουλαρισμένους ανθρώπους μπορώ να κάνω κουβέντα» ·
- είμαι
κουλαρισμένος, βλ. φρ. είμαι κουλ, λ. κουλ.
κουλαρισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. κουλάρω], (στη νεοαργκό) που βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία: «μόνο με
κουλαρισμένους ανθρώπους μπορώ να κάνω κουβέντα» ·
- είμαι
κουλαρισμένος, βλ. φρ. είμαι κουλ, λ. κουλ.