κουκούτσι,
το, ουσ. [<μσν.
κουκούτσιν <ιταλ. cucuzza ή βουλγ. kokutska], το κουκούτσι. 1. ως
επίρρ., πολύ ελάχιστη ποσότητα, καθόλου. 2. στον πλ. τα κουκούτσια (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γλώσσα
παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν
άφησε κουκούτσι, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «βρήκε
απ’ τον πατέρα του ολόκληρη περιουσία, αλλά έμπλεξε με παλιοπαρέες και μέσα σε
λίγο καιρό δεν άφησε κουκούτσι». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία
του τρώει και τα κουκούτσια του καρπού. Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε
κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν
άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν
έμεινε κουκούτσι, α.
(για χρήματα ή
περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «απ’ την ατράνταχτη περιουσία που είχε δεν
έμεινε κουκούτσι, γιατί κάποια μέρα έμπλεξε με τον τζόγο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε,
πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «όλο του το εμπόρευμα ήταν και καλό και φτηνό, γι’
αυτό δεν έμεινε κουκούτσι». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε
κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν
έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα·
- δεν
έχει κουκούτσι μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν
του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
(για) να φτύνεις κουκούτσια, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι πολύ
άσχημος, κακοφτιαγμένος, κακοδιατηρημένος: «έχει μια γκόμενα που είναι για να
φτύνεις κουκούτσια || έχει ένα αυτοκίνητο που είναι για να φτύνεις κουκούτσια»·
- και
το κουκούτσι αμύγδαλο! ή πιο συνηθισμένο και το κουκούτσι μύγδαλο! α.
λέγεται για φαγώσιμο εξαιρετικά νόστιμο: «γέμισέ μου πάλι το πιάτο, γιατί
το φαγητό ήταν και το κουκούτσι μύγδαλο!». β. (για γυναίκες) που είναι
εξαιρετικά όμορφη: «είχε μια γκόμενα μαζί του και το κουκούτσι μύγδαλο, σου
λέω!». Συνήθως ακούγεται ως επιφώνημα θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που τη
βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι το κουκούτσι του αμύγδαλου
τρώγεται και περιέχει όλη τη νοστιμιά του καρπού·
- κανείς
δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, δηλώνει πως το μέλλον
είναι άδηλο: «μην επαναπαύεσαι τώρα που τη βόλεψες, γιατί κανείς δεν ξέρει τι
κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο». Συνών. κανείς δεν ξέρει τι του
ξημερώνει·
- κουκούτσι
δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κουκούτσι
είχε; ειρωνική ερώτηση ατόμου σε διπλανό του που, μόλις αυτό έκλασε,
εκείνος έβηξε·
- κουκούτσι
μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
ούτε κουκούτσι, ούτε
την ελάχιστη ποσότητα, καθόλου, τίποτα: «μοιράστηκαν μεταξύ τους τα κέρδη και
μένα δε μου ’δωσαν ούτε κουκούτσι». Συνών. ούτε λέπι (β) / ούτε σπυρί.