κουκουνάρι,
το, ουσ.
[<μσν. κουκουνάριν <μτγν. κοκκωνάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κόκκων], το
κουκουνάρι. 1. λόγος πολύ ανόητος, πολύ βλακώδης: «αμάν, μ’ αυτά τα
κουκουνάρια, ρε παιδάκι μου, μ’ έβγαλες απ’ τα ρούχα μου!». 2. (στη
γλώσσα των μηχανόβιων) δίχρονη μοτοσικλέτα με χαμηλές επιδόσεις: «πήρε κι αυτός
ένα κουκουνάρι και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!»·
- κάηκε
σαν κουκουνάρι ή κάηκε σαν το κουκουνάρι, κάηκε γρήγορα και
ολοσχερώς, κατακάηκε: «ένα παλιοτσίγαρο, κι ολόκληρο εργοστάσιο κάηκε σαν
κουκουνάρι». Από το ότι το κουκουνάρι, καθώς το καλοκαίρι είναι ξερό, καίγεται
αμέσως·
- κουκουνάρια
σε ταΐζει η μάνα σου! θαυμαστική επιφωνηματική έκφραση σε όμορφη γυναίκα,
που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το κούκλα
μου ή το μωρό μου ή άλλες παρόμοιες θαυμαστικές προσφωνήσεις. Από το
ότι οι σπόροι του κουκουναριού είναι πολύ νόστιμοι, θρεπτικοί και ακριβοί·
- πετώ
κουκουνάρια, λέω ανοησίες, βλακείες: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί, κάθε φορά
που ανοίγει το στόμα του, πετάει κάτι κουκουνάρια που σου σπάει τα νεύρα!».