κουκούλα,
η, ουσ.
[<μσν. κουκούλα <λατιν. cuculla], η κουκούλα. 1. το προφυλακτικό,
η καπότα: «έχει πάρει τέτοιο φόβο απ’ το έιτζ, που δεν πηγαίνει ποτέ με
γυναίκα, αν δεν έχει μαζί του κουκούλα». 2. η ένδειξη του ταξί «TAXI»
επάνω στη σκεπή του που, όταν είναι φωτισμένη, σημαίνει πως είναι ελεύθερο: «το
ταξί κατέβαινε με την κουκούλα του φωτισμένη». 3. ειδικό προστατευτικό
κάλυμμα από χοντρό πανί ή από νάιλον, με το οποίο καλύπτουμε το αυτοκίνητο για
να το προστατεύουμε από τη σκόνη ή από τον ήλιο: «κάθε φορά που παρκάρει τ’
αυτοκίνητό του έξω απ’ το σπίτι του, το καλύπτει με την κουκούλα». 4. η
πτυσσόμενη σκεπή των ανοιχτών (καμπριολέ) αυτοκινήτων: «καθώς άρχισαν να
πέφτουν οι πρώτες σταγόνες, ο οδηγός ανέβασε την κουκούλα»·
- με
κουκούλα στη μούρη κούκλα είναι, λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει πολύ
άσχημο πρόσωπο και υποτίθεται, πως αυτός που θέλει να τη συστήσει κάπου ή να
κάνει έρωτα μαζί της, είναι υποχρεωμένος να σκεπάσει το πρόσωπό της με κουκούλα
για να μην το βλέπει: «από κορμάκι, κάπως τρώγεται, και γενικά με κουκούλα στη
μούρη κούκλα είναι»·
- τα
κάνω κουκούλα, (στη γλώσσα της αργκό) συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάποια πράξη,
ιδίως παράνομη: «ευτυχώς που τα ’καναν κουκούλα και δεν έμαθε κανένας τίποτα
για τη λοβιτούρα».