κουκουβάγια,
η, ουσ.
[<μσν. κουκουβάγια, ηχομιμητική λ. από τη φωνή κουκουβάου της κουκουβάγιας],
η κουκουβάγια. 1. γυναίκα ηλικιωμένη και άσχημη: «μπορεί να ’γινε
κουκουβάγια, αλλά δεν το βάζει ακόμα κάτω». Από το ότι οι κουκουβάγιες
θεωρούνται δύσμορφα και τρομακτικά πουλιά. 2. λέγεται για όσους
κυκλοφορούν τις νύχτες ή γενικά μένουν άγρυπνοι: «όλο το βράδυ ήμουν σαν την
κουκουβάγια, για να δω τι ώρα θ’ αποφάσιζε να μαζευτεί σπίτι ο κανακάρης μου! ||
νομίζεις πως είναι εύκολο να δουλεύεις τις νύχτες σαν την κουκουβάγια;». 3.
(στη γλώσσα της αργκό) ο νυχτοφύλακας: «τον έχουν πάρει κουκουβάγια σ’ ένα
εργοστάσιο». Από το ότι οι κουκουβάγιες εμφανίζονται στο σκοτάδι, είναι
νυκτόβια πουλιά. Τέλος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, όταν καθίσει κουκουβάγια
στη σκεπή κάποιου σπιτιού και αρχίσει να κράζει, σημαίνει πως γρήγορα θα
πεθάνει κάποιο μέλος της οικογένειας που κατοικεί στο σπίτι·
- άλλα
τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι
άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- ασημένιο
είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, λέγεται για δουλειές, για
υποθέσεις που ενώ φαίνονται πως είναι επικερδείς στην ουσία δεν αφήνουν κανένα
κέρδος: «μην τον πιστεύεις έτσι ωραία όπως στα λέει γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί
απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια»· βλ.
και φρ. απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, λ. κατσίβελος·
- έγινα
κουκουβάγια, έμεινα ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, επειδή με απασχολούσε κάτι πολύ
σοβαρό: «έψαχνα τρόπο να βρω να καλύψω την επιταγή μου κι όλο το βράδυ έγινα
κουκουβάγια». Από το ότι η κουκουβάγια είναι νυκτόβιο πτηνό·
- ζει
σαν κουκουβάγια ή ζει σαν την κουκουβάγια, α. ζει μοναχικά,
ζει μόνος του: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο άντρας της, αποτραβήχτηκε στο εξοχικό
της και ζει σαν κουκουβάγια». β. ζει σε χώρο, σε περιβάλλον που είναι
σκοτεινό: «απ’ όλη του την περιουσία, του απόμεινε ένα υπόγειο διαμερισματάκι,
όπου και ζει σαν την κουκουβάγια».