αβέρτα,
επίρρ.
[<επίθ. αβέρτος], (στη γλώσσα της αργκό) 1. ελεύθερα, ανεμπόδιστα,
απροκάλυπτα, φανερά: «μόλις έφυγαν οι μπάτσοι, ο κόσμος άρχισε να ’ρχεται
αβέρτα». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις γκόμενα τραγιάσκα να φοράει και σαν
μαγκίτισσα αβέρτα περπατάει // μάγκα μου, βρε για σένα είναι αβέρτα η
πάγκα μου). 2. συνέχεια, χωρίς διακοπή, χωρίς περιορισμό, αφειδώς,
γενναιόδωρα: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, μ’ επισκέπτεται αβέρτα || όλο το
βράδυ κέρδιζε αβέρτα στα χαρτιά || ξοδεύει αβέρτα τα λεφτά του || αγοράζει
αβέρτα». (Λαϊκό τραγούδι: πενιές και μάσες όλες αβέρτα και
μαστουρλούκια πά’ στην κουβέρτα)·
- αβέρτα
δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αβέρτα
κουβέρτα, α. ανεμπόδιστα, φανερά και συνέχεια: «όλο το βράδυ κέρδιζε
αβέρτα κουβέρτα». Από την εικόνα των φυλακισμένων που έπαιζαν μπαρμπούτι,
ρίχνοντας τα ζάρια πάνω σε μια κουβέρτα. Πρβλ.: ζάρια ρίχναν στις κουβέρτες,
άσπρες μαύρες είν’ αβέρτες (Λαϊκό τραγούδι). β. ξάστερα, νέτα,
σκέτα, ντόμπρα και σταράτα: «τον έπιασε και του τα ’πε αβέρτα κουβέρτα».
Συνήθως λέγεται με επιθετική ή συμβουλευτική διάθεση·
- αβέρτα
μπάνκα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η κάσα παίζει με φανερά χαρτιά και
δεν κρύβει τα χρήματά της. Αυτό γίνεται για να μη φοβούνται αυτοί που
χαρτοπαίζουν κάποια ξαφνική επίθεση της αστυνομίας. Το ότι η κάσα παίζει με
φανερά τα χρήματά της, δίνει τη σιγουριά στους χαρτοπαίχτες ότι ο χώρος της
χαρτοπαιξίας είναι ασφαλής, γιατί η αστυνομία, όπως είναι γνωστό, κατάσχει όσα
χρήματα βρει στο τραπέζι, στην περίπτωση που ο χώρος αυτός είναι παράνομος:
«είχαμε αρκετό κόσμο το βράδυ και παίζαμε αβέρτα μπάνκα»·
- ζούλα
κι αβέρτα, βλ. λ. ζούλα·
- μιλώ
αβέρτα, μιλώ συνέχεια, ακατάπαυστα:«μιλάει αβέρτα εδώ και μια ώρα»·
βλ. και φρ. τα λέω αβέρτα·
- τα
λέω αβέρτα, μιλώ
με ειλικρίνεια και θάρρος: «δε φοβάται κανέναν και πάντα τα λέει αβέρτα»·
- την
αμολάνε όλοι αβέρτα, όλοι
χαφιεδίζουν συνεχώς και ανοιχτά. (βλ. Ηλ. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, σελ.
148). (Λαϊκό τραγούδι: και στα νούμερα εννιά και δέκα την αμολάνε όλοι
αβέρτα!).