κουκλοθέατρο,
το, ουσ.
[<κούκλα + θέατρο], είδος θεάτρου που χρησιμοποιεί κούκλες για πρωταγωνιστές·
- γίνομαι
κουκλοθέατρο, βλ. συνηθέστ. γίνομαι θέατρο, λ. θέατρο·
- παίζω
κουκλοθέατρο, βλ. συνηθέστ. παίζω θέατρο, λ. θέατρο.
κουκλοθέατρο,
το, ουσ.
[<κούκλα + θέατρο], είδος θεάτρου που χρησιμοποιεί κούκλες για πρωταγωνιστές·
- γίνομαι
κουκλοθέατρο, βλ. συνηθέστ. γίνομαι θέατρο, λ. θέατρο·
- παίζω
κουκλοθέατρο, βλ. συνηθέστ. παίζω θέατρο, λ. θέατρο.