κούκλα,
η, ουσ.
[<λατιν. cuculla. Κατά τον Ηλ. Πετρόπουλο,
από το τουρκ. kukla], η κούκλα. 1. ομοίωμα
ανθρώπου (άντρα ή γυναίκας) σε φυσικό μέγεθος, που χρησιμοποιείται από τους
ράφτες ή από τους εμπόρους ρούχων για κατασκευή ή επίδειξη ρούχων: «στη βιτρίνα
του καταστήματός του είχε τρεις γυναικείες κούκλες και δυο αντρικές ντυμένες ανάλογα».
2. πολύ όμορφη γυναίκα: «άργησε να παντρευτεί, αλλά πήρε μια κούκλα που
δεν υπάρχει δεύτερη». (Τραγούδι: τις κούκλες δύο δύο τις έχω στο
γραφείο, θα πάρω και βραβείο από την Οντεόν).3. λέγεται για
κάτι που είναι πολύ εντυπωσιακό και πολύ περιποιημένο: «έχει ένα σπίτι που
είναι κούκλα || έχει ένα αυτοκίνητο κούκλα || μόλις πήρε τη μοτοσικλέτα του απ’
το συνεργείο και είναι κούκλα». 4. απειλητική ή φιλική προσφώνηση σε
γυναίκα ανεξαρτήτου ομορφιάς: «έλα δω, κούκλα, γιατί με κατηγόρησες; || ω,
καλώς την κούκλα, καιρό είχα να σε δω». 5. δέσμη τυλιγμένου νήματος, το
κουβάρι: «χρειάστηκα πέντε κούκλες μαλλί για να σου πλέξω αυτό το πουλόβερ».
Υποκορ. κουκλίτσα, η κ. κουκλάκι κ. κουκλί, το (βλ. λ.).
Μεγεθ. κουκλάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- απ’
έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, α. υποκρίνεται τον χαρούμενο, ενώ
στην πραγματικότητα είναι δυστυχισμένος. β. υποκρίνεται τον καλό, ενώ
στην πραγματικότητα είναι εντελώς το αντίθετο. γ. αν και είναι όμορφος,
εντούτοις, έχει κακά αισθήματα. δ. (ειρωνικά) παρ’ όλη τη φτώχεια του
ενδιαφέρεται συστηματικά για την καλή εξωτερική του εμφάνιση. ε.
(γενικά) λέγεται για κάθε κακό πράγμα που εμφανίζεται εξωτερικά ωραίο,
ελκυστικό με εντελώς όμως αντίθετο περιεχόμενο. Συνών. απ’ έξω μπέλα μπέλα κι
από μέσα κατσιβέλα / απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα·
- δεν
παίζουμε τις κούκλες, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ.
κουμπάρα·
- είμαι
κούκλα, (και για τα δυο φύλα) είμαι σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση,
είμαι πολύ ευχαριστημένος: «όπως έγιναν τα πράγματα, εγώ είμαι κούκλα». Από την
εικόνα της κούκλας που είναι κατασκευασμένη με όμορφη όψη·
- είναι
ζωντανή κούκλα ή είναι κούκλα ζωντανή, είναι πάρα πολύ όμορφη: «έχει
μια κορούλα, που είναι ζωντανή κούκλα». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα
ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε
πάρει)·
- είναι
κούκλα (κάτι), είναι πολύ εντυπωσιακό, πολύ προσεγμένο: «αγόρασε ένα
αυτοκίνητο που είναι κούκλα || έχει ένα σπίτι που είναι κούκλα»·
-
εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε;
λ. κουμπάρα·
- η
κούκλα, η μούχλα, η πανούκλα (και το κακό συναπάντημα) ειρωνικό πείραγμα σε
τριάδα κοριτσιών, που περνούνε από μπροστά μας, άσχετα αν είναι όμορφες ή
άσχημες·
- κάνω
κούκλα (κάτι), κάνω κάτι πολύ όμορφο, πολύ εντυπωσιακό με πολύ περιποίηση,
με πολύ φροντίδα: «θα ’ρθουν τ’ απόγευμα να τον δουν οι φίλοι του κι έκανε
κούκλα το δωμάτιό του»·
- κούκλα
μου! α. προσφώνηση αγάπης ή λατρείας σε αγαπημένη γυναίκα: «κούκλα
μου όμορφη, πόσο σ’ αγαπώ!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αγάπησα γυναίκα δε
λαχτάρησα κορμί, όσο αγαπώ εσένα, κούκλα μου μελαχρινή). β. ειρωνική,
απειλητική ή και φιλική προσφώνηση σε γυναίκα: «τι λες, κούκλα μου, που θα σου
δώσω τόσα λεφτά! || κάτσε καλά, κούκλα μου, γιατί πολύ σε ανέχτηκα! || πώς από
δω, κούκλα μου!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν αστικό λεωφορείο έκανες την καρδούλα
σου, πριν γίνω κούκλα μου θηρίο, μάζεψε τα μπαούλα σου)·
- με
κουκούλα τη μούρη κούκλα είναι, βλ. λ. κουκούλα·
- παίζει
ακόμη με τις κούκλες, (για κορίτσια) βρίσκεται ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία:
«έχει μια κόρη που τελειώνει το γυμνάσιο και μια άλλη, που παίζει ακόμη με τις
κούκλες»·
- παίζω
τις κούκλες, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι
νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες
παίζουμε(;)·
- τις
κούκλες παίζατε; βλ. φρ. τις κουμπάρες παίζατε; λ. κουμπάρα.