αλώνι,
το, ουσ.
[<μσν. ἁλώνιον, υποκορ. του μτγν. ἅλων, η, <αρχ. ἅλως, η], το αλώνι. 1.
η εποχή του αλωνισμού και αυτό το ίδιο το αλώνισμα: «άρχισαν τ’ αλώνια || αύριο
έχουμε αλώνι». 2α. ο φωτεινός κύκλος γύρω από το φεγγάρι ή τον ήλιο: «τα
παλιά χρόνια μπορούσαν να καταλάβουν οι άνθρωποι απ’ τ’ αλώνι του φεγγαριού τι
καιρό θα κάνει». β. ονομασία διάφορων χώρων σε κυκλικό σχήμα: «το αλώνι
του ελαιοτριβείου, δηλ. ο χώρος όπου απλώνονται οι ελιές || το αλώνι των αγίων,
δηλ. το φωτοστέφανο»·
- Αλωνάρης
με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, βλ. λ. Αλωνάρης·
- είναι
σαν αλώνι, (για χώρους) α. είναι πολύ μεγάλος: «νοίκιασε μια αίθουσα
που είναι σαν αλώνι, ενώ δε θα είμαστε παραπάνω από πενήντα άτομα στο χορό του
συλλόγου μας». β. βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ακαταστασία: «κάθε πρωί που
φεύγει, το δωμάτιό του είναι σαν αλώνι». Υποκορ. αλωνάκι, το·
- έκανε
(κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, βλ. λ. μύγα·
- και
στ’ αλώνια και στα σαλόνια, λέγεται για άτομο που μπορεί να συμπεριφερθεί
με την ίδια άνεση σε οποιοδήποτε περιβάλλον βρεθεί. Πρβλ.: είμαι βλάχος στο
αλώνι κι όμως μάγκας στο σαλόνι (Λαϊκό τραγούδι)·
- κάλλιο
τ’ αλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικό σου, καλύτερα να έχεις μια δουλειά που
να την ελέγχεις μόνος σου και ας είναι και μικρή: «επειδή όπου λαλούν πολλά
κοκόρια αργεί να ξημερώσει, κάλλιο τ’ άλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικό σου»·
- με
τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει
πότε θα του δώσουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα
πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό
χρονικό διάστημα ή και καθόλου. Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’
αγελαδοκούρεμα / με τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα
κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια / τον Αύγουστο που ’ναι
παχιές οι μύγες·
- σαν
τη βροχή στ’ αλώνι, βλ. λ. βροχή·
- τα
κάνω αλώνι, επιφέρω μεγάλη αναστάτωση σε ένα χώρο, σκορπίζω δεξιά αριστερά
τα πράγματα που υπάρχουν σε ένα χώρο: «τα ’κανε αλώνι μέσα στο δωμάτιό του για
να βρει το χρυσό του αναπτήρα»·
- τα
μαρμαρένια αλώνια, ο μυθικός χώρος, όπου πάλεψε ο Διγενής με το Χάρο.
(Τραγούδι: παίρνω διπλό παίρνω τριπλό, εμένα με λένε Αντώνη κι αν είσαι
άντρας έλα δω στο μαρμαρένιο αλώνι)·
- χέστηκ’
η φοράδα στ’ αλώνι, βλ. λ. φοράδα.