κουδούνι,
το, ουσ.
[<μσν. κουδούνιν <μτγν. κωδώνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κώδων], το
κουδούνι. Υποκορ. κουδουνάκι, το, μικρά κουδουνάκια τα οποία τα κρεμούν
στη σαγή των υποζυγίων και ακούγονται να χτυπούν καθώς αυτά βρίσκονται σε
κίνηση. (Λαϊκό τραγούδι: τάκα τάκα τάκα τα πεταλάκια, ντρίγκι ντρίγκι
ντρίγκι τα κουδουνάκια). Μεγεθ. κουδούνα κ. κουδουνάρα, η·
- γίνομαι
κουδούνι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από
το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που γίναμε κουδούνι». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι
φέσι, λ. φέσι. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- έγινε
το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- είμαι
κουδούνι, α. είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι
μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε συνέχεια απ’ το μεσημέρι και τ’ απόγευμα
ήμασταν κουδούνι». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι. β. είμαι
πολύ ζαλισμένος, λόγω πολλών ευθυνών ή υποχρεώσεων: «δεν μπορώ να καταλάβω τι
μου λες, γιατί αυτή τη στιγμή είμαι κουδούνι»·
- είναι
το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μας
τα ’κανες κουδούνια ή μου τα ’κανες κουδούνια,, (ενν. τ’ αρχίδια μου), α.
με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα
πράγματα, ή με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι:
«μη με διακόπτες κάθε τόσο, ρε παιδάκι μου, γιατί μας τα ’κανες κουδούνια». β.
με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα, για το
οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δεν
έγιναν τα πράγματα έτσι και πάψε να επιμένεις, γιατί μας τα ’κανες κουδούνια». γ.
έγινες πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου με την πολυλογία σου: «αμάν πια,
σταμάτα να μιλάς, βούλωσ’ το, γιατί μας τα ’κανες κουδούνια». δ. με
έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «στο τέλος, βέβαια,
μου έδωσες την άδεια να φύγω, αλλά μέχρι να μου τη δώσεις, ρε παιδάκι μου, μου
τα ’κανες κουδούνια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.
Συνών. μας έπρηξες τ’ αρχίδια / μας τα ’κανες καρπούζια / μας τα ’κανες
μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
- μου
’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- ο
λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, βλ. λ. λωλός·
- ποιος
θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; ποιος θα τολμήσει να θίξει, να
καταγγείλει τα κακώς κείμενα, ιδίως τις παρανομίες ή τις παρατυπίες κάποιου
ατόμου που κατέχει υψηλή θέση στην πολιτική ή γενικά στην κοινωνία(;): «είναι
γνωστό, παρ’ όλο που δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις, πως ο τάδε υπουργός
χρηματίζεται απ’ τον τάδε βιομήχανο, όμως, ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη
γάτα;»·
- τα
κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, λέγεται ειρωνικά για άτομο το
οποίο αποδεικνύει με τη συμπεριφορά του ποιο πραγματικά είναι: «όπου και να
πάει, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι είναι λειψό του παιδί, γιατί τα κουδούνια ο
τρελός μοναχός του τα βαράει»·
- τον
κάνω κουδούνι, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω
να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά,
όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα κουδούνι». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω
φέσι, λ. φέσι. β. τον κατανικώ: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον
έκανε κουδούνι»·
- του
’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του
(της) κρέμασαν κουδούνια, τον (τη) σχολιάζουν, τον (την) κακολογούν, ιδίως
για κάποια ερωτική του (της) δραστηριότητα: «πώς να μην του κρεμάσουν κουδούνια
με την παρδαλή που τριγυρίζει τον τελευταίο καιρό! || της κρέμασαν κουδούνια,
γιατί παράτησε την οικογένειά της και γυρίζει μ’ έναν αλήτη χαρτοπαίχτη»·
- χωρίς
κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! βλ. λ. κέρδος.