κουβέρτα,
η, ουσ.
[<μσν. κουβέρτα <βενετ. coverta], η κουβέρτα· το κατάστρωμα του πλοίου:
«οι πιο πολλοί ναύτες, μετά το φαγητό, βγαίνουν μια βόλτα στην κουβέρτα»·
- αβέρτα
κουβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- στρώνω
κουβέρτα, (στη γλώσσα της αργκό) ετοιμάζω κάποιο χώρο για χαρτοπαίγνιο ή
για μπαρμπούτι: «μέχρι να φέρω τα παιδιά, στρώσε εσύ κουβέρτα». (Λαϊκό
τραγούδι: έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα να
τους τα πάρουμε). Στην περίπτωση αυτή το χαρτοπαίγνιο ή το μπαρμπούτι
παίζεται σε παράνομο χώρο, οπότε η κουβέρτα αντικαθιστά την τσόχα·
- τα
(το) κάνω κουβέρτα, (στη γλώσσα της αργκό) συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάποια
πράξη, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να τα κάνεις κουβέρτα για να μην
πάθει κανένας μας τίποτα». Από την εικόνα του ατόμου που σκεπάζει κάτι με την
κουβέρτα για να μη φαίνεται.