κουβαλητής,
ο, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. κουβαλώ + κατάλ. -τής]. 1. αυτός που κουβαλά, ο
χαμάλης: «για ένα διάστημα δούλευε κουβαλητής στο λιμάνι». 2. ο
οικογενειάρχης που κουβαλάει πάντα στο σπίτι του άφθονα τα υλικά αγαθά: «είναι
άντρας δουλευτάρης, καλός πατέρας και κουβαλητής»·
- ο
κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, επικαλούμαστε τη βοήθεια του
Θεού, μόνο όταν βρισκόμαστε σε δύσκολες περιστάσεις: «όταν όλα πάνε καλά ούτ’
ένα κερί δεν ανάβουμε όμως, ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το
φορτίο στον ώμο του».