κοτσάνι,
το, ουσ.
[<τουρκ. koçan]· το κοτσάνι·
- έφαγε
και τα κοτσάνια ή έφαγε και το κοτσάνι, είχε υπερβολική όρεξη και
δεν άφησε τίποτε από το φαγητό που του παραθέσανε: «είχε τέτοια όρεξη, που,
μόλις του σέρβιραν το φαγητό, έφαγε και τα κοτσάνια»·
-
περνώ κοτσάνι ή την περνώ κοτσάνι, περνώ τη ζωή μου πάρα πολύ ωραία,
πάρα πολύ όμορφα: «κάθε καλοκαίρι, περνώ κοτσάνι στη Χαλκιδική, όπου παραθερίζω
|| απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, την περνώ κοτσάνι». (Λαϊκό τραγούδι: κι
έτσι την περνώ κοτσάνι εγώ με το δουλικό, κι όταν θέλω χαρτζιλίκι,
παίρνει απ’ τ’ αφεντικό)·
- τη
βγάζω κοτσάνι, βλ. φρ. περνώ κοτσάνι. (Λαϊκό τραγούδι: πίκρες και
χαρές χαρμάνι θα τη βγάζουμε κοτσάνι).