κοτρόνα,
η, ουσ. [<κοτρόνι].
1. πολύ μεγάλη και ακανόνιστη στο σχήμα πέτρα: «η παραλία ήταν σπαρμένη
από κοτρόνες κι έτσι δεν μπορούσαμε να ξαπλώσουμε για την ηλιοθεραπεία μας». 2.
μεγάλο πετράδι δαχτυλιδιού: «της πήρε ένα μονόπετρο μ’ ένα μπριγιάν σαν
κοτρόνα». 3. λόγος πολύ ανόητος, εντελώς κενός περιεχομένου, μεγάλη
κουταμάρα: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, δεν ακούς
τίποτε άλλο από κοτρόνες!». Υποκορ. κοτρονίτσα, η κ. κοτρονάκι, το. Μεγεθ.
κοτρονάρα, η·
- βρέχει
κοτρόνες, βλ. συνηθέστ. ρίχνει κοτρόνες·
- λέω
κοτρόνα ή λέω κοτρόνες, βλ. φρ. πετώ κοτρόνα·
- πετώ
κοτρόνα ή πετώ κοτρόνες, λέω μεγάλες ανοησίες, μεγάλες βλακείες,
μεγάλες κουταμάρες: «πρόσεχε εκεί που θα πάμε μην πετάξεις πάλι καμιά κοτρόνα
και γίνουμε ρεζίλι!»·
-
ρίχνει κοτρόνες, α.
λέγεται σε
περίπτωση πολύ δυνατής βροχής ή σε περίπτωση χαλαζιού: «μη βγεις έξω, γιατί
ρίχνει κοτρόνες». β. λέει συνεχώς μεγάλες ανοησίες, μεγάλες βλακείες:
«καλύτερα να μη μιλάει, γιατί, όταν ανοίξει το στόμα της, ρίχνει κοτρόνες».