κοσμάκης,
ο, ουσ.
[<κόσμος + κατάλ. -άκης]. 1. (υποτιμητικά ή χαϊδευτικά) ο πολύς λαός,
ιδίως οι φτωχοί, οι απλοί, οι απλοϊκοί άνθρωποι: «τι μπορεί να καταλάβει ο
κοσμάκης από διπλωματία!». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκ’ ο χειμώνας κι ο κοσμάκης
τα ’χει χάσει και παλτουδιά καινούρια πρέπει ν’ αγοράσει). 2.
(υποτιμητικά ή χαϊδευτικά) η κοινωνία. (Λαϊκό τραγούδι: όλοι το ίδιο είμαστε
σε τούτον τον κοσμάκη, γιατί όλοι έχουμε καρδιά, λαός και Κολονάκι)·
- δουλεύει
τον κοσμάκη, βλ. φρ. δουλεύει τον κόσμο, λ. κόσμος·
- κόσμος
και κοσμάκης, βλ. λ. κόσμος.