κόσα κ. κοσά κ. κοσιά, η, κ. κοσάς, ο, ουσ. [<σλαβ. kos, βουλγαρ. kosa], κοπτικό εργαλείο για το κόψιμο
των χόρτων, είδος δρεπανιού. Αποτελείται από μια μακριά λάμα ελαφρά κυρτή,
στερεωμένη στη μια άκρη ενός μακριού κονταριού, πάνω στο οποίο, σε απόσταση
έκτασης του χεριού από την κάτω άκρη του, υπάρχει προσαρτημένη μικρή λαβή την
οποία πιάνει σφιχτά και τραβάει με δύναμη σε ελλειπτική τροχιά το ένα χέρι για
την κοπή των χόρτων: «η παπαδιά με την κόσα, καθάριζε την αυλή της απ’ τ’
αγριόχορτα». Η κόσα ήταν σε χρήση από τους ανθρώπους της υπαίθρου (Θεσσαλίας
και Μακεδονίας) τουλάχιστο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ δεν
αποκλείεται σε πιο απομονωμένες περιοχές να χρησιμοποιείται ακόμη. Σύμφωνα με
τη λαϊκή δοξασία και εικονογραφία, πολλές φορές ο Χάρος εικονίζεται με παρόμοιο
δρεπάνι·
- τους
βλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια
της Λερναίας Ύδρας, έκφραση που δηλώνει πως οι βλάκες όχι μόνο δε θα
λείψουν ποτέ από τη ζωή μας αλλά και θα πληθαίνουν, και λέγεται υποτιμητικά για
κάποιον που έκανε κάποια βλακεία·
-τους μαλάκες με τον κόσα να τους
θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, ότι και παραπάνω.