κορόμηλο, το, ουσ. [<μσν. κορόμηλον <αρχ. κάρυον + μῆλον], το κορόμηλο· - πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. δάκρυ· - τρέχει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ δάκρυ· - χύνω το δάκρυ κορόμηλο, βλ. λ. δάκρυ.