αλφάδι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀλφάδιον, υποκορ. του ουσ. ἄλφα + κατάλ. -άδι], το αλφάδι. 1.
άνθρωπος πολύ συγκροτημένος, και ως εκ τούτου που η γνώμη του έχει βαρύτητα:
«κάθε μου πρόβλημα το συζητάω με τον τάδε, που είναι αλφάδι τύπος». Αναφορά στο
εργαλείο των χτιστών και των ξυλουργών, που το χρησιμοποιούν για να ελέγξουν
την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επιφάνειας. 2. σε θέση επιρρ.,
γραμμή, ίσια: «θα πάρεις αλφάδι αυτό το δρόμο και θα βγεις ακριβώς εκεί που
θέλεις»·
- έρχεται
αλφάδι, (για πράγματα) έρχεται στην πιο σωστή του θέση, ταιριάζει,
προσαρμόζει απόλυτα: «η κορνίζα έρχεται αλφάδι πάνω απ’ το τζάκι»·
- έχει
αλφάδι μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου
’ρθε αλφάδι, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με
εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «η πτώχευσή του μου ’ρθε αλφάδι, γιατί έμεινα
χωρίς ανταγωνιστή μέσα στην αγορά». Συνών. μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καλούπι
/ μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί / μου ’ρθε λαχείο / μου
’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μεζές / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
βλ. και φρ. μου ’ρχεται αλφάδι·
- μου
’ρχεται αλφάδι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα
μου, έρχεται ακριβώς στα μέτρα μου: «το κοστούμι μου ’ρχεται αλφάδι || τα
παπούτσια μου ’ρχονται αλφάδι». Συνών. μου ’ρχεται γάντι / μου ’ρχεται
καλούπι / μου ’ρχεται κουστούμι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου
’ρθε αλφάδι·
- φέρνω
αλφάδι ή το φέρνω στ’ αλφάδι του, (για πράγματα) φέρνω κάτι στην πιο
σωστή του θέση, το ταιριάζω, το τακτοποιώ απόλυτα: «βέβαια, κουράστηκα μέχρι να
βρω τη σωστή θέση, αλλά στο τέλος το ’φερα στ’ αλφάδι του».