κορνίζα,
η, ουσ.
[<ιταλ. cornise], η κορνίζα·
- θα
σε κάνω κορνίζα, λέγεται ως πρόθεσή μας, στην περίπτωση που ζητάμε από
κάποιον μια σοβαρή εκδούλευση ή ως ένδειξη απέραντης ευγνωμοσύνης σε κάποιον
που μας πρόσφερε μια σπουδαία εκδούλευση: «αν με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτή τη
δυσκολία, θα σε κάνω κορνίζα». Από το ότι μια ωραία κορνίζα βρίσκεται μέσα στο
σπίτι σε θέση περιωπής·
- κάν’
το κορνίζα, λέγεται κυρίως για πτυχίο ή άλλο δίπλωμα, που μας είναι τελείως
άχρηστο και η μόνη του λειτουργικότητα είναι να στολίσει ως κάδρο ένα δωμάτιο ή
ένα γραφείο, αφού το κορνιζάρουμε ή δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση
κάποιου τι να το κάνω, όταν του δίνουμε κάτι. (Τραγούδι: πάρ’ το Λίζα
και κάν’ το κορνίζα και βάλ’ το στην πρίζα να κάνει σουξέ).