κόρνα,
η, ουσ.
[<ιταλ. corna], η σάλπιγγα του αυτοκινήτου και άλλων τροχοφόρων, το κλάξον·
- κόλλησε
η κόρνα, μπλοκάρισε, και για το λόγο αυτό ακούγεται παρατεταμένο
κορνάρισμα: «κόλλησε η κόρνα του αυτοκινήτου του και μας ξεκούφανε»·
- πατώ
(την) κόρνα ή χτυπώ (την) κόρνα, βλ. λ. κορνάρω.