κοριός,
ο, ουσ.
[<αρχ. κόρις], ο κοριός· ειδικός μικροπομπός για την υποκλοπή τηλεφωνικών
συνδιαλέξεων ή μικροπομπός που τοποθετείται στο σώμα κάποιου για να παρακολουθούν
τη συνομιλία που έχει με κάποιον ή για να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή σε ποιο
μέρος βρίσκεται: «βρήκε έναν κοριό στην τηλεφωνική του συσκευή και φοβάται πως
έχουν μάθει όλα τα μυστικά του || οι αστυνομικοί έβαλαν κοριό στον άνθρωπό τους
για να μπορέσουν ν’ ακούσουν όλη τη συνομιλία του με τον έμπορο ναρκωτικών».
Συνών. ψείρα·
- θα
πιάσουμε κοριούς, έκφραση δυσφορίας σε περίπτωση συνωστισμού πολλών ατόμων
σε μικρό, στενό χώρο: «έτσι όπως είμαστε στριμωγμένοι σ’ αυτό το λεωφορείο, θα
πιάσουμε κοριούς»· βλ. και φρ. θα πιάσουμε αράχνες, λ. αράχνη·
- κάνω
τον κοριό, προσποιούμαι άγνοια, προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν
καταλαβαίνω: «μην κάνεις τον κοριό, κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτό το θέμα!»·
- κάνω
τον ψόφιο κοριό, κάνω το παν για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία μου,
προσποιούμαι τον κοιμισμένο, γιατί πρόκειται να υποστώ κάποια επίπληξη ή
τιμωρία: «όση ώρα ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι, έκανα τον ψόφιο κοριό στο
κρεβάτι»·
- παριστάνω
τον ψόφιο κοριό, βλ. φρ. κάνω τον ψόφιο κοριό·
-
πιάσαμε κοριούς, ήμασταν
συνωστισμένα πολλά άτομα σε μικρό, σε στενό χώρο: «σε κάθε στάση ανέβαιναν και
νέοι επιβάτες, ώσπου στο τέλος πιάσαμε κοριούς»· βλ. και φρ. πιάσαμε
αράχνες, λ. αράχνη.