κορβανάς,
ο, ουσ.
[<μτγν. κορβανάς <εβρ. qorban (= προσφορά, δώρο)], το θησαυροφυλάκιο, το
ταμείο, το χρηματοκιβώτιο, μέρος όπου συγκεντρώνονται τα χρήματα ή άλλα
πολύτιμα αντικείμενα, ο πλούτος: «μπορεί να μην έχω πολλή δουλειά, αλλά όλο και
κάτι μπαίνει στον κορβανά». Αναφορά στο θησαυρό του ναού στην Ιερουσαλήμ, που
προερχόταν από τα αφιερώματα που πρόσφεραν οι πιστοί στο Θεό·
- δημόσιος
κορβανάς, το ταμείο του κράτους: «οι διάφοροι επιτήδειοι έχουν ρημάξει το
δημόσιο κορβανά».