κοράκι,
το, ουσ. [μσν.
κοράκιον, υποκορ. του ουσ. κόραξ], το κοράκι. 1. άτομο αρπακτικό:
«πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ κοράκι και θα στα φάει όλα». 2.
πολύ μελετηρός, πολύ έξυπνος μαθητής: «όταν πήγαινα στο σχολείο, το κοράκι της
τάξης μας ήταν ο τάδε». 3. (γενικά) άτομο πολύ ικανό, πολύ έξυπνο:
«είναι κοράκι στη δουλειά του || θα βρει τρόπο να ξεφύγει απ’ τη δύσκολη
κατάσταση που βρίσκεται, γιατί είναι κοράκι». 4α. στον πλ. τα
κοράκια, οι υπάλληλοι των γραφείων κηδειών που συχνάζουν στα νοσοκομεία και
μόλις πεθάνει κάποιος από τους αρρώστους, πλευρίζουν τους συγγενείς του για να
τους πείσουν να αναλάβει το γραφείο τους την κηδεία. Πολλές φορές έχουν
καταγραφεί ομηρικοί καβγάδες ανάμεσα σε κοράκια διαφορετικών γραφείων κηδειών:
«σ’ όλα τα μεγάλα νοσοκομεία κυκλοφορούν στους διαδρόμους ένα σωρό κοράκια».
Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών με το κοράκι, που είναι μαύρο,
σαρκοβόρο και αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (4) / όρνιο (3α). β.
οι υπάλληλοι γραφείου κηδειών που είναι ντυμένοι στα μαύρα και προσποιούνται
και αυτοί τους θλιμμένους μαζί με τους συγγενείς του εκλιπόντος, ιδίως αυτοί
που κουβαλάνε το φέρετρο: «τα τέσσερα κοράκια, σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους
τους». Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών που φορούν μαύρα με το
μαύρο χρώμα του κορακιού. γ. τα επιτήδεια και αρπακτικά άτομα της
πιάτσας που, μόλις αντιληφθούν κάποιον πλούσιο αφελή, τον διπλαρώνουν για να
του φάνε τα χρήματα: «μόλις τον είδαν αγαθό, έπεσαν τα κοράκια δίπλα του και
δεν του άφησαν φράγκο». Από την εικόνα του κορακιού που είναι σαρκοβόρο και
αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (3) / όρνιο (3β). δ. επιτήδεια
άτομα που έπειτα από συμφωνία μεταξύ τους δε χτυπούν την τιμή ακινήτων που
βρίσκονται σε πλειστηριασμό και τα καρπούνται εναλλάξ: «τα κοράκια έχουν φάει
ολόκληρα διαμερίσματα για ένα κομμάτι ψωμί». ε. (στη γλώσσα του
ποδοσφαίρου) ο διαιτητής και οι δυο επόπτες που διαιτητεύουν ένα παιχνίδι: «κι
αυτή τη βδομάδα τα κοράκια καταδίκασαν την ομάδα μας». Από το ότι, τουλάχιστον
παλιότερα, ο διαιτητής και οι επόπτες φορούσαν μαύρα σορτσάκια και μαύρες
φανέλες, σαν το χρώμα, δηλαδή, του κόρακα. Τέλος, όποιος δει κοράκι στον ύπνο
του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα του τύχει μεγάλη γρουσουζιά·
- έπεσαν
σαν τα κοράκια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος) όρμησαν απροκάλυπτα να
επωφεληθούν από την περιουσία του: «ο μακαρίτης είχε κάτι συγγενείς, που έπεσαν
σαν τα κοράκια πάνω στην περιουσία του». Από την εικόνα των σαρκοβόρων πουλιών
που πέφτουν και ξεκοκαλίζουν το πτώμα του ζώου που βρίσκουν. Συνών. έπεσαν
σαν τα καρτάλια / έπεσαν σαν τα όρνια·
- όρμησαν
σαν τα κοράκια ή όρμηξαν σαν τα κοράκια, βλ. φρ. έπεσαν σαν τα
κοράκια.