κόρακας,
ο, ουσ.
[<μσν. κόρακας <αρχ. κόραξ], ο κόρακας· αυτός που είναι πολύ μελαχρινός:
«είναι τόσο κόρακας, που, όταν το βράδυ στέκεται δίπλα σου, δεν τον ξεχωρίζεις!».
(Ακολουθούν 25 φρ.)·
- α
στον κόρακα! ή άι στον κόρακα! α. έκφραση έκπληξης για κάτι
που μας λένε ή μας δείχνουν: «ο τάδε τα ’φκιαξε με την τάδε. -Άι στον κόρακα! ||
ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στον κόρακα, αυτός δεν είχε να φάει!».
β. έκφραση δυσαρέσκειας για ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται σε
βάρος μας: «άι στον κόρακα, σταμάτα επιτέλους να με διακόπτεις όταν μιλάω!».
Από το αρχ. ἐς κόρακας· βλ. και φρ. α στο διάβολο! λ. διάβολος·
- από
στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή
συμβουλή από κακό άνθρωπο ή από ανάξιο δάσκαλο: «μην περιμένεις καλό λόγο απ’
αυτόν τον παλιάνθρωπο, γιατί από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα». Συνών. μίλα
με γαϊδάρους να γροικάς πορδές / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- άσ’
τα να πάνε στον κόρακα! απάντηση
αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του
σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς
πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως τα
πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών.
άσ’ τα να πάνε
στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’
τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο
διάβολο(!)·
- άσ’
το να πάει στον κόρακα! μην
το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού δε δουλεύει το
παλιομηχάνημα, άσ’ το να πάει στον κόρακα!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’
το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην
οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στο διάβολο(!)·
- άσ’
τον να πάει στα κόρακα! μην
τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον
παλιάνθρωπο, άσ’ τον να πάει στον κόρακα!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! /
άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει
στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο(!)·
-
έγινε μαύρος σαν κόρακας ή
έγινε μαύρος σαν τον κόρακα, η επιδερμίδα του ατόμου για το οποίο
γίνεται λόγος, μαύρισε πάρα πολύ, ιδίως κάτω από την επίδραση του ήλιου: «όλο
το καλοκαίρι έκανε ηλιοθεραπεία δίπλα στη θάλασσα κι έγινε μαύρος σαν τον
κόρακα»·
- έγινε
σαν κόρακας ή έγινε σαν τον κόρακα, βλ. φρ. έγινε μαύρος σαν
κόρακας·
-
είναι μαύρος σαν κόρακας ή
είναι μαύρος σαν τον κόρακα, είναι πολύ μελαχρινός: «θα καταλάβεις
αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι μαύρος σαν κόρακας»·
- είναι
σαν κόρακας ή είναι σαν τον κόρακα, βλ. φρ. είναι μαύρος σαν
κόρακας·
- κόρακας
κοράκου μάτι δε βγάζει, οι απατεώνες ή οι άνθρωποι που συνηθίζουν να
παρατυπούν δε βλάπτονται μεταξύ τους, έχουν αλληλεγγύη. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το εμ και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το ερωτηματικό βγάζει;
οπότε έχουμε: εμ, κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βγάζει; Πρβλ.: πούστης
τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει
σβάρνα (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν·
- να
με πάρ’ ο κόρακας! έκφραση
εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου που τα έχει με τον εαυτό του: «να με
πάρ’ ο κόρακας, πάλι λάθος έκανα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η
οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο διάβολος(!)
- να
πάρ’ ο κόρακας! (γενικά)
έκφραση αγανάκτησης η δυσαρέσκειας: «να πάρ’ ο κόρακας, τίποτα δεν πάει καλά
στη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και το πιο
σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που η φρ.
κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή!
/ να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο διάβολος(!)·
- να
σε πάρ’ ο κόρακας! έκφραση
εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου που τα έχει με κάποιον: «να σε πάρ’ ο
κόρακας, πάψε πια να φωνάζεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η
οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο διάβολος(!)
-
όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, βλ. λ. περιστέρι·
- πού
στον κόρακα είναι! λέγεται
για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό
διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στον
κόρακα είναι ο ηλεκτρολόγος, που κινδυνεύουμε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο
σκοτάδι! || πού στον κόρακα είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το
τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού
στα τσακίδια είναι! / που στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο
δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι(!)·
- πού
στον κόρακα ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε
επίμονα και δεν καταφέραμε να το βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το
περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στον κόρακα ήσουν κι έφαγα τον
κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! /
πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο
δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν(!)·
- πού
στον κόρακα πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στον κόρακα πήγε ο
αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού
στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο
δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε(!)·
- πού
στον κόρακα πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στον κόρακα πήγες κι έψαχνα όλο
το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες!
/ πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού
στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες(!) ·
- πώς
πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο
πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς
στον κόρακα! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στον κόρακα τα
κατάφερες κι ήρθες με τέτοιον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο: «πώς στον
κόρακα ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα
κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο
διάβολο! / πώς στο καλό(!)·
- τ’
αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, λέγεται για τους άσχημους και τους
ανάξιους άντρες, που όμως, παντρεύονται όμορφες, περιζήτητες γυναίκες: «μήνες
την κυνηγούσα και μου ’λεγε πάντα όχι και τώρα τη βλέπω αγκαλιά μ’ αυτόν τον
κακάσχημο, αλλά φαίνεται πως πάντα, τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει»·
- τι
στον κόρακα! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στον κόρακα λέει τόση ώρα
και δεν καταλαβαίνω λέξη!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι
στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό(!)·
- τι
στον κόρακα έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στον κόρακα έγινε
το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι
στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο
έγινε! / τι στο καλό έγινε(!)·
- τι
στον κόρακα έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στον κόρακα έγινες όλο το πρωί
και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια
έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες!
/ τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό έγινες(!)·
- τι
στον κόρακα θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου
ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στον κόρακα θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα
θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; /
τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει(;)·
- τι
στον κόρακα κάνεις! έκφραση απορίας προς κάποιον, που ασχολείται με
πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση.
Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’
ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή
κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις!