κόπος,
ο, πλ. κόποι,
οι κ. κόπια, τα, ουσ. [<αρχ. κόπος <κόπτω]. 1. η μεγάλη
σωματική ή πνευματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξη κάποιου
σκοπού, καθώς και η κούραση που προέρχεται από την προσπάθεια αυτή: «είχε πολύ
κόπο αυτή η δουλειά || αγόρασα με μεγάλο κόπο αυτό το σπιτάκι για να βάλω μέσα
την οικογένειά μου || χωρίς κόπο δεν προκόβει κανείς στη ζωή του || χρειάστηκε
πολύς κόπος για να γραφεί το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας». 2. η
αμοιβή για την προσπάθεια που κατέβαλε κάποιος να φέρει σε πέρας κάποια
συγκεκριμένη εργασία: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά του, πήγε να μου φάει τον κόπο
μου || δε θα επιτρέψω σε κανέναν να μου φάει τους κόπους της δουλειάς μου || δε
χαρίζω σε κανέναν τα κόπια μου». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ανοίξτε τα
κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δώσ’ τε μας τον κόπο μας να πάμε σ’
άλλη πόρτα). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άβουλος
ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άδικος
κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- αν
δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, παρακλητική έκφραση για
εξυπηρέτηση: «μια και πας στο περίπτερο, αν δε σου κάνει κόπο, πάρε και για
μένα ένα πακέτο τσιγάρα»·
- αξίζει
τον κόπο, δεν είναι άσκοπο, δεν είναι μάταιο: «άξιζε τον κόπο που τους
συμφιλιώσαμε, γιατί τώρα ζούνε ευτυχισμένοι»·
- άσκοπος
ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- για
τον κόπο σου, παροχή που δίνεται σε κάποιον ως αμοιβή εργασίας: «πάρε τόσα
λεφτά για τον κόπο σου || πόσα θέλετε για τον κόπο σας;»·
- δεν
αξίζει τον κόπο, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ανάξιο(ς) λόγου,
ασήμαντο(ς), τιποτένιο(ς): «δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολείσαι άλλο μ’ αυτόν τον
αλήτη || δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι που έχασες έναν κοινό αναπτήρα»·
- είναι
κόπου άξιο, αξίζει κανείς να ασχοληθεί με αυτό που γίνεται λόγος: «είναι
κόπου άξιο να προσπαθήσουμε να τους μονοιάσουμε, γιατί είναι καλά παιδιά»·
- η
δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνεις
τον κόπο να…; (με παρακλητική διάθεση) μπορείς να…(;): «κάνεις τον κόπο,
μια κι είσαι όρθιος, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; || κάνεις τον κόπο να
φωνάξεις απ’ το σπίτι τον αδερφό μου;»·
- κάνω
τον κόπο, βλ. φρ. μπαίνω στον κόπο·
-
μάταιος κόπος, βλ.
φρ. χαμένος κόπος·
- με
κόπο, με συνεχή
προσπάθεια και δυσκολία: «όλη αυτή η περιουσία που βλέπεις, έγινε με κόπο»·
- με
κόπους και με βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μετά
πολλών κόπων και βασάνων, βλ. λ. βάσανο·
- μου
κάνει κόπο, μου προκαλεί κούραση, ταλαιπωρία: «εσένα αν σ’ αρέσει, πήγαινε,
πάντως εμένα μου κάνει κόπο να τρέχω για ορειβασία πάνω στα κατσάβραχα»·
- μπαίνω
στον κόπο, δέχομαι να καταβάλω κάποια προσπάθεια για ένα σκοπό, δέχομαι να
προσπαθήσω για κάτι: «μπες στον κόπο, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να μεταφέρω
αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση των ταξί! || δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να
σκεφτεί!»·
- οι
κόποι μιας ζωής, όλα όσα έχει κερδίσει κάποιος με την εργασία του κατά τη
διάρκεια της ζωής του: «άφησε τους κόπους μιας ζωής σ’ ένα ορφανοτροφείο, γιατί
δεν είχε οικογένεια»·
- πάνε
οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, ενήργησα ή
προσπάθησα άσκοπα, μάταια, ανώφελα: «προσπάθησε να κάνει μια δική του δουλειά, αλλά
πάνε οι κόποι του χαμένοι, γιατί απέτυχε || προσπάθησα να τον τραβήξω απ’ τον
κακό δρόμο, αλλά πάνε οι κόποι μου χαμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα
του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, -ρε τ’ είν’
αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις)·
- σαπουνίζοντας
γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τα
καλά κόποις κτώνται, τα αγαθά ή η επιτυχία στη ζωή αποκτιούνται ύστερα από
κόπο: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά, αν θέλεις να μην σου λείψει τίποτα, γιατί τα
καλά κόποις κτώνται || για να γίνεις γιατρός χρειάζεται σκληρό διάβασμα, γιατί τα
καλά κόποις κτώνται»·
- τζάμπα
κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- τι
κάνει ο κόπος σου; πόσα χρήματα ζητάς για την εργασία που μου πρόσφερες(;)·
- τον
βάζω σε κόπο, τον υποβάλλω σε κούραση, σε ταλαιπωρία: «μην τον βάζεις σε
κόπο, δε βλέπεις που είναι γέρος άνθρωπος;»·
- του
’μεινε ο κόπος διάφορο, η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχή έκβαση: «πάλεψε
με όλες του τις δυνάμεις να στήσει την επιχείρηση που λαχταρούσε, αλλά στο
τέλος του ’μεινε ο κόπος διάφορο»·
- χαμένος
κόπος, ενέργεια ή προσπάθεια άσκοπη, μάταιη, ανώφελη: «προσπάθησα να τον
συνετίσω, αλλά χαμένος κόπος, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι».(Λαϊκό
τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα
λόγια, χαμένος κόπος).