κόπανος,
ο, ουσ.
[<μτγν. κόπανος <αρχ. τό κόπανον]. 1. χοντρό ξύλο με το οποίο
χτυπούσαν παλιότερα οι γυναίκες τα ρούχα της μπουγάδας για να καθαρίσουν
καλύτερα: «οι γυναίκες είχαν μαζευτεί γύρω απ’ τη βρύση και με τον κόπανο
κοπάνιζαν τα ρούχα της μπουγάδας τους». 2. το γουδοχέρι (βλ. λ.). 3α.
άτομο περιορισμένης αντίληψης, ο πολύ βλάκας, ο χοντροκέφαλος. β.
λέγεται και με υβριστική διάθεση: «ποιος σου ’πε, ρε κόπανε, να μπεις μέσα!»·
- δώσ’
μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, λέγεται στην περίπτωση
που επιτρέπουμε σε κάποιον να διαλέξει κάτι από τα πράγματά μας και θέλει να
μας πάρει το καλύτερο ή το πολυτιμότερο: «είπαμε, ρε παιδάκι μου, να διαλέξεις,
αλλά δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, δε νομίζεις ότι
πάει πολύ!» ·
- μη
γίνεσαι κόπανος! μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος, σαν βλάκας, σκέψου,
συμπεριφέρσου σοβαρά: «είναι ευκαιρία να συμβιβαστείς μαζί του, μη γίνεσαι
κόπανος!»·
- τα
μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος ή το μυαλό σου και
μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος, βλ. λ. μυαλό·
- το
γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι.