κοντά,
επίρρ. [<μσν.
κοντά <επίθ. κοντός <αρχ. ουσ. κοντός]. 1. σε μικρή τοπική ή
χρονική απόσταση: «δε θ’ αργήσει να γυρίσει, γιατί πήγε κάπου εδώ κοντά ||
είναι πολύ κοντά το καλοκαίρι». 2. σχεδόν, περίπου: «γύρισε κοντά στα
μεσάνυχτα». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά στα ξημερώματα και πριν να βγει
ο ήλιος την πόρτα μου εχτύπησε ένας παλιός μου φίλος). 3. μαζί,
επιπλέον: «κοντά στις βλακείες που λέει ενεργεί και παράλογα». 4. σε
σύγκριση με: «δεν είναι τίποτα τα λεφτά κοντά στην υγεία». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- από
κοντά, α. από κοντινή απόσταση: «η φωνή που ακούστηκε, ερχόταν από
κοντά». β. με παρόμοιο τρόπο, με παρόμοια ενέργεια: «ό,τι αγοράζει
αυτός, από κοντά κι ο αδερφός του»·
- είναι
πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος είναι
πολύ δεμένα μεταξύ τους: «δεν μπορεί κανείς να τους βάλει να μαλώσουν, γιατί
είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον»·
- ήρθαν
πιο κοντά ο ένας στον άλλον, έπειτα από ένα διάστημα συναναστροφής δέθηκαν
περισσότερο, γνωρίστηκαν καλύτερα: «στην αρχή ήταν κάπως κουμπωμένοι, αλλά με
τον καιρό και καθώς ήταν στην ίδια παρέα, ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον»·
- κι
από κοντά, φιλοφρονητική πρόσκληση σε άτομο που μας συγχαίρει εν μέση οδό ή
τηλεφωνικά για κάποια επιτυχία μας και δηλώνει με την έννοια, να περάσει και
από το σπίτι μας για τα σχετικά κεράσματα. Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται
το πέρνα ή το περάστε·
- κοντά
κοντά, δίπλα δίπλα, κολλητά, παραπλεύρως: «κάθισαν κοντά κοντά για να
κουβεντιάσουν || τα σπίτια μας είναι κοντά κοντά»·
- κοντά
στ’ άλλα, α. λέγεται ιδίως για κάτι κακό ή ανεπιθύμητο, που
προστίθεται σε άλλα που προϋπάρχουν, επιπλέον, μαζί: «κοντά στ’ άλλα στραβά που
είχε ο γαμπρός μας, μας βγήκε και χαρτοπαίχτης». β. σπάνια αναφέρεται
και για καλές περιπτώσεις: «κοντά στ’ άλλα κέρδη που είχα, κέρδισα και το
λαχείο»·
- κοντά
στα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό, βλ. λ. ξερός·
- κοντά
στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, βλ. λ. γνώση·
- τον
έχω από κοντά, α. τον παρακολουθώ κατά πόδας: «όλο το βράδυ τον είχα
από κοντά κι έτσι ξέρουμε πού πήγε και τι έκανε». β. τον φροντίζω, τον προσέχω
στενά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, γιατί θα τον έχω από κοντά»·
- τον
ζω από κοντά, τον συναναστρέφομαι στενά: «εμένα δεν μπορεί να με ξεγελάσει,
γιατί τον ζω από κοντά χρόνια ολόκληρα»·
- τον
παίρνω από κοντά, τον καλοπιάνω: «αν τον πάρεις από κοντά, θα ξεχάσει όλες
τις αταξίες σου»· βλ. κ. φρ. τον έχω από κοντά·
- του
πέφτω από κοντά, τον πλευρίζω και τον ενοχλώ επίμονα για να πετύχω κάποιο
σκοπό μου ή για να αποκομίσω κάποιο όφελος: «του ’πεσε από κοντά και δεν τον
άφησε ήσυχο μέχρι να πετύχει το διορισμό του»·
- τους
φέρνω κοντά, α. μονοιάζω, συμφιλιώνω δυο ανθρώπους που ήταν
μαλωμένοι, ιδίως ερωτικό ζευγάρι: «όλοι χαρήκαμε στην παρέα, που μπόρεσε ο τάδε
και τους έφερε πάλι κοντά». β. γνωρίζω έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλον,
ιδίως για να συνάψουν ερωτικό δεσμό: «εγώ τους έφερα κοντά κι από κει και πέρα
ας κάνουν ό,τι καταλαβαίνουν»·
- τώρα
κοντά, πριν ή μετά από λίγη ώρα: «κάπου θα πετάχτηκε, γιατί τώρα κοντά ήταν
εδώ || ήρθε τώρα κοντά στο γραφείο αλλά δεν ξέρω πού έχει πάει».